ἔκτιμος: Difference between revisions
From LSJ
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔκτιμος''': -ον, (τιμὴ) [[ἄνευ]] [[τιμῆς]], γονέων ἐκτίμους ἴσχουσα πτέρυγας ὀξυτόνων γόων, ἐμποδίζουσα οὕτω τὰς ὀξυτόνους πτέρυγας τῶν γόων [[ὥστε]] νὰ μὴ τιμήσω δι’ αὐτῶν τὸν πατέρα μου, Σοφ. Ἠλ. 242. 2) «ἔκτιμα· τὰ ἐπιτεταμένα τῇ τιμῇ» Ἡσύχ. ΙΙ. ὑποβεβλημένος εἰς πληρωμήν, ἔκτιμοι... μνᾶν λ’ Σελεύκῳ Ἐπιγρ. Δελφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1706. 13. | |lstext='''ἔκτιμος''': -ον, (τιμὴ) [[ἄνευ]] [[τιμῆς]], γονέων ἐκτίμους ἴσχουσα πτέρυγας ὀξυτόνων γόων, ἐμποδίζουσα οὕτω τὰς ὀξυτόνους πτέρυγας τῶν γόων [[ὥστε]] νὰ μὴ τιμήσω δι’ αὐτῶν τὸν πατέρα μου, Σοφ. Ἠλ. 242. 2) «ἔκτιμα· τὰ ἐπιτεταμένα τῇ τιμῇ» Ἡσύχ. ΙΙ. ὑποβεβλημένος εἰς πληρωμήν, ἔκτιμοι... μνᾶν λ’ Σελεύκῳ Ἐπιγρ. Δελφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1706. 13. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui n’honore pas, τινος qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[τιμή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (τιμή)
A without honour, γονέων ἐκτίμους ἴσχουσα πτέρυγας . . γόων restraining them so that they show not the honour due to parents, S. El.242 (lyr.). II highly priced, Hsch.
German (Pape)
[Seite 781] ohne Ehre, ungeehrt, Hesych. Bei Soph. El. 235, γονέων ἐκτίμους ἴσχουσα πτέρυγας γόων, ist es act., die Eltern nicht ehrend.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκτιμος: -ον, (τιμὴ) ἄνευ τιμῆς, γονέων ἐκτίμους ἴσχουσα πτέρυγας ὀξυτόνων γόων, ἐμποδίζουσα οὕτω τὰς ὀξυτόνους πτέρυγας τῶν γόων ὥστε νὰ μὴ τιμήσω δι’ αὐτῶν τὸν πατέρα μου, Σοφ. Ἠλ. 242. 2) «ἔκτιμα· τὰ ἐπιτεταμένα τῇ τιμῇ» Ἡσύχ. ΙΙ. ὑποβεβλημένος εἰς πληρωμήν, ἔκτιμοι... μνᾶν λ’ Σελεύκῳ Ἐπιγρ. Δελφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1706. 13.