δύσφημος: Difference between revisions
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δύσφημος''': Δωρ. -φᾱμος, ον, κακὰ οἰωνιζόμενος, [[ἀπαίσιος]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 733· ἀντίθ. [[εὔφημος]], Εὐρ. Ἀνδρ. 1144, κτλ. ΙΙ. [[κακολόγος]], [[ὑβριστικός]], ἔπη Θέογν. 307 Bgk., πρβλ. Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 169. ΙΙΙ. κακὴν ἔχων φήμην, [[κλέος]] Πίνδ. Ν. 8. 62. | |lstext='''δύσφημος''': Δωρ. -φᾱμος, ον, κακὰ οἰωνιζόμενος, [[ἀπαίσιος]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 733· ἀντίθ. [[εὔφημος]], Εὐρ. Ἀνδρ. 1144, κτλ. ΙΙ. [[κακολόγος]], [[ὑβριστικός]], ἔπη Θέογν. 307 Bgk., πρβλ. Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 169. ΙΙΙ. κακὴν ἔχων φήμην, [[κλέος]] Πίνδ. Ν. 8. 62. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />de mauvais augure.<br />'''Étymologie:''' δυς-, [[φήμη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
Dor. -φᾱμος, ον,
A of ill omen, boding, Hes.Op.735; opp. εὔφημος, E.Andr. 1144, Pl.Hp.Ma.293a. Adv. -μως, ἱερουργεῖν Zen.4.95. II slanderous, shameful, ἔπη Thgn.307; λόγος Men. 715; abusive, Plu.Luc.18. Adv. -μως Phryn.PSp.62 B. III of ill fame, evil, κλέος Pi.N.8.37.
German (Pape)
[Seite 690] 1) von böser Vorbedeutung; Hes. O. 733; κραυγή Eur. Andr. 1145; Hec. 195; vgl. Plat. Hipp. mai. 293 a. – 2) κλέος, übler Ruf; Pind. N. 8, 37; schmähend, βλασφημίαι Hdn. 8, 5, 3; vgl. ὁ λοιδορῶν δυσφήμῳ λόγῳ Men. fr. inc. 169; Plut. Luc. 18.
Greek (Liddell-Scott)
δύσφημος: Δωρ. -φᾱμος, ον, κακὰ οἰωνιζόμενος, ἀπαίσιος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 733· ἀντίθ. εὔφημος, Εὐρ. Ἀνδρ. 1144, κτλ. ΙΙ. κακολόγος, ὑβριστικός, ἔπη Θέογν. 307 Bgk., πρβλ. Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 169. ΙΙΙ. κακὴν ἔχων φήμην, κλέος Πίνδ. Ν. 8. 62.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de mauvais augure.
Étymologie: δυς-, φήμη.