ψυχαγωγικός: Difference between revisions
From LSJ
Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst
(6_10) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψῡχᾰγωγικός''': -ή, -όν, [[θελκτικός]], [[πειστικός]], ἔστι δὲ ... ψυχαγωγικότατον ἡ τραγωδία Πλάτ. [[Μίνως]] 321Α· ψυχαγωγικὸν ἡ [[ὄψις]], ἀτεχνότατον δὲ Ἀριστ. Ποιητ. 6. 28· | |lstext='''ψῡχᾰγωγικός''': -ή, -όν, [[θελκτικός]], [[πειστικός]], ἔστι δὲ ... ψυχαγωγικότατον ἡ τραγωδία Πλάτ. [[Μίνως]] 321Α· ψυχαγωγικὸν ἡ [[ὄψις]], ἀτεχνότατον δὲ Ἀριστ. Ποιητ. 6. 28· | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />attrayant, séduisant.<br />'''Étymologie:''' [[ψυχαγωγός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A attractive, persuasive, ἔστι δὲ . . -κώτατον ἡ τραγῳδία Pl.Min.321a; ψυχαγωγικὸν ἡ ὄψις, ἀτεχνότατον δέ Arist.Po.1450b17.
German (Pape)
[Seite 1402] ή, όν, zum ψυχαγωγός gehörig, ihm eigen, bes. die Seele an sich ziehend, ergötzend; im superl. Plat. Min. 321 a; Arist. poet. 6.
Greek (Liddell-Scott)
ψῡχᾰγωγικός: -ή, -όν, θελκτικός, πειστικός, ἔστι δὲ ... ψυχαγωγικότατον ἡ τραγωδία Πλάτ. Μίνως 321Α· ψυχαγωγικὸν ἡ ὄψις, ἀτεχνότατον δὲ Ἀριστ. Ποιητ. 6. 28·
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
attrayant, séduisant.
Étymologie: ψυχαγωγός.