Προμηθεύς: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
(6_8)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Προμηθεύς''': έως, ὁ, Δωρ. Προμᾱθεύς, υἱὸς τοῦ Τιτᾶνος Ἰαπετοῦ καὶ τῆς Κλυμένης, Ἡσ. Θ. 510· ἀλλὰ τῆς Θέμιδος κατὰ τὸν Αἰσχύλ. ἐν Πρ. 209· [[οὗτος]] εὗρε πολλὰς τέχνας, [[μάλιστα]] τὰς περὶ τὴν ἐργασίαν τῶν μετάλλων καὶ τοῦ πηλοῦ, [[ὅθεν]] λέγεται ὅτι ἔπλασε τὸν ἄνθρωπον ἐκ πηλοῦ καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτὸν τὸ ἔντεχνον πῦρ, [[ὅπερ]] ἔκλεψεν ἐκ τοῦ Ὀλύμπου· [[ἐντεῦθεν]] καὶ τὸ [[ὄνομα]] [[αὐτοῦ]] (ἐκ τοῦ [[προμηθής]], ὃ ἴδε), κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἀδελφόν του ὃς ἐκαλεῖτο [[Ἐπιμηθεύς]]. ― Τὰ στοιχεῖα τοῦ μύθου τοῦ Προμηθέως ὑπάρχουσιν ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 48, Θεογ. 510 κἑξ., πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 320D κἑξ.· ἡ δὲ ποινὴ ἣν ὁ [[Ζεὺς]] ἐπέβαλεν εἰς αὐτὸν διὰ τὴν πρὸς τὸν ἄνθρωπον εὔνοιάν του περιγράφεται ἐν τῷ Προμηθεῖ Δεσμώτῃ τοῦ Αἰσχύλου. ΙΙ. παρ’ Ἀττικ. πάντες οἱ τεχνῖται οἱ ἐργαζόμενοι τὸν πηλὸν ἐκαλοῦντο Προμηθέες, Hemst. εἰς Λουκ. Προμ. 2. ΙΙΙ. ὡς προσηγορ., αὐτὸν γάρ σε δεῖ προμηθέως Αἰσχύλ. Πρ. 86· Αἰδὼς Προμηθέος [[[θυγάτηρ]]] Πινδ. Ο. 7. 81, [[ἔνθα]] ἴδε Böckh (44), πρβλ Meineke εἰς Εὐφορ. σ. 128· ― ὡς ἐπίθετ. προμᾱθεὺς [[ἀρχή]], [[κυβέρνησις]] προνοητικὴ ([[ἔνθα]] ὁ Ἕρμανν. [[χάριν]] τοῦ μέτρου προτείνει προμᾱθίς), Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 700. ― Πρβλ. [[Ἐπιμηθεύς]].
|lstext='''Προμηθεύς''': έως, ὁ, Δωρ. Προμᾱθεύς, υἱὸς τοῦ Τιτᾶνος Ἰαπετοῦ καὶ τῆς Κλυμένης, Ἡσ. Θ. 510· ἀλλὰ τῆς Θέμιδος κατὰ τὸν Αἰσχύλ. ἐν Πρ. 209· [[οὗτος]] εὗρε πολλὰς τέχνας, [[μάλιστα]] τὰς περὶ τὴν ἐργασίαν τῶν μετάλλων καὶ τοῦ πηλοῦ, [[ὅθεν]] λέγεται ὅτι ἔπλασε τὸν ἄνθρωπον ἐκ πηλοῦ καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτὸν τὸ ἔντεχνον πῦρ, [[ὅπερ]] ἔκλεψεν ἐκ τοῦ Ὀλύμπου· [[ἐντεῦθεν]] καὶ τὸ [[ὄνομα]] [[αὐτοῦ]] (ἐκ τοῦ [[προμηθής]], ὃ ἴδε), κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἀδελφόν του ὃς ἐκαλεῖτο [[Ἐπιμηθεύς]]. ― Τὰ στοιχεῖα τοῦ μύθου τοῦ Προμηθέως ὑπάρχουσιν ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 48, Θεογ. 510 κἑξ., πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 320D κἑξ.· ἡ δὲ ποινὴ ἣν ὁ [[Ζεὺς]] ἐπέβαλεν εἰς αὐτὸν διὰ τὴν πρὸς τὸν ἄνθρωπον εὔνοιάν του περιγράφεται ἐν τῷ Προμηθεῖ Δεσμώτῃ τοῦ Αἰσχύλου. ΙΙ. παρ’ Ἀττικ. πάντες οἱ τεχνῖται οἱ ἐργαζόμενοι τὸν πηλὸν ἐκαλοῦντο Προμηθέες, Hemst. εἰς Λουκ. Προμ. 2. ΙΙΙ. ὡς προσηγορ., αὐτὸν γάρ σε δεῖ προμηθέως Αἰσχύλ. Πρ. 86· Αἰδὼς Προμηθέος [[[θυγάτηρ]]] Πινδ. Ο. 7. 81, [[ἔνθα]] ἴδε Böckh (44), πρβλ Meineke εἰς Εὐφορ. σ. 128· ― ὡς ἐπίθετ. προμᾱθεὺς [[ἀρχή]], [[κυβέρνησις]] προνοητικὴ ([[ἔνθα]] ὁ Ἕρμανν. [[χάριν]] τοῦ μέτρου προτείνει προμᾱθίς), Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 700. ― Πρβλ. [[Ἐπιμηθεύς]].
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />Prométhée, <i>fils de Japet, frère d’Épiméthée, père de Deucalion</i>.<br />'''Étymologie:''' [[προμηθεύς]].
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προμηθεύς Medium diacritics: Προμηθεύς Low diacritics: Προμηθεύς Capitals: ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ
Transliteration A: Promētheús Transliteration B: Promētheus Transliteration C: Promitheys Beta Code: promhqeu/s

English (LSJ)

έως, Ion. έος, ὁ, Dor. Προμᾱθεύς,

   A Prometheus, opp. Ἐπιμηθεύς (Forethought and Afterthought), Hes. Th.510, cf. A.Pr.85, Pl.Prt.320d, PHib.1.27.85 (iii B.C.), etc.; Προμαθέος Αἰδὼς [θυγάτηρ] Pi.O.7.44; = Summanus, Gloss.: pl. Προμηθεῖς, οἱ, of workers in clay, Luc.Prom.Es2.    II as Appellat., αὐτὸν γάρ σε δεῖ προμηθέως A.Pr.86: as Adj., προμᾱθεὺς ἀρχά provident rule (prob. προμᾱθίς), Id.Supp.700 (lyr.).    III Pythag. name for unity, Theol.Ar.5: for nine, ib.57.

Greek (Liddell-Scott)

Προμηθεύς: έως, ὁ, Δωρ. Προμᾱθεύς, υἱὸς τοῦ Τιτᾶνος Ἰαπετοῦ καὶ τῆς Κλυμένης, Ἡσ. Θ. 510· ἀλλὰ τῆς Θέμιδος κατὰ τὸν Αἰσχύλ. ἐν Πρ. 209· οὗτος εὗρε πολλὰς τέχνας, μάλιστα τὰς περὶ τὴν ἐργασίαν τῶν μετάλλων καὶ τοῦ πηλοῦ, ὅθεν λέγεται ὅτι ἔπλασε τὸν ἄνθρωπον ἐκ πηλοῦ καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτὸν τὸ ἔντεχνον πῦρ, ὅπερ ἔκλεψεν ἐκ τοῦ Ὀλύμπου· ἐντεῦθεν καὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ (ἐκ τοῦ προμηθής, ὃ ἴδε), κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἀδελφόν του ὃς ἐκαλεῖτο Ἐπιμηθεύς. ― Τὰ στοιχεῖα τοῦ μύθου τοῦ Προμηθέως ὑπάρχουσιν ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 48, Θεογ. 510 κἑξ., πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 320D κἑξ.· ἡ δὲ ποινὴ ἣν ὁ Ζεὺς ἐπέβαλεν εἰς αὐτὸν διὰ τὴν πρὸς τὸν ἄνθρωπον εὔνοιάν του περιγράφεται ἐν τῷ Προμηθεῖ Δεσμώτῃ τοῦ Αἰσχύλου. ΙΙ. παρ’ Ἀττικ. πάντες οἱ τεχνῖται οἱ ἐργαζόμενοι τὸν πηλὸν ἐκαλοῦντο Προμηθέες, Hemst. εἰς Λουκ. Προμ. 2. ΙΙΙ. ὡς προσηγορ., αὐτὸν γάρ σε δεῖ προμηθέως Αἰσχύλ. Πρ. 86· Αἰδὼς Προμηθέος [[[θυγάτηρ]]] Πινδ. Ο. 7. 81, ἔνθα ἴδε Böckh (44), πρβλ Meineke εἰς Εὐφορ. σ. 128· ― ὡς ἐπίθετ. προμᾱθεὺς ἀρχή, κυβέρνησις προνοητικὴ (ἔνθα ὁ Ἕρμανν. χάριν τοῦ μέτρου προτείνει προμᾱθίς), Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 700. ― Πρβλ. Ἐπιμηθεύς.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
Prométhée, fils de Japet, frère d’Épiméthée, père de Deucalion.
Étymologie: προμηθεύς.