παρατριβή: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρατρῐβή''': ἡ, πρὸς ἄλληλα [[τριβή]], ἐκ παρατριβῆς ξύλων [[εὗρον]] πῦρ Σαγχωνιάθων ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 34D· κατ’ εὐφημισμὸν [[συνουσία]], Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 125D. 2) μεταφορ., σύγκρουσιν, Πολύβ. 2. 36, 5· αἱ ἐν ἀλλήλοις π. Ἀθήν. 626Ε πρβλ. [[διαπαρατριβή]]. | |lstext='''παρατρῐβή''': ἡ, πρὸς ἄλληλα [[τριβή]], ἐκ παρατριβῆς ξύλων [[εὗρον]] πῦρ Σαγχωνιάθων ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 34D· κατ’ εὐφημισμὸν [[συνουσία]], Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 125D. 2) μεταφορ., σύγκρουσιν, Πολύβ. 2. 36, 5· αἱ ἐν ἀλλήλοις π. Ἀθήν. 626Ε πρβλ. [[διαπαρατριβή]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />frottement ; collision.<br />'''Étymologie:''' [[παρατρίβω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A rubbing against one another, ξύλων Ph.Bybl.2. 2 metaph., friction, ἐν ὑποψίαις ἦν πρὸς ἀλλήλους καὶ παρατριβαῖς Plb.2.36.5 ; αἱ ἐν ἀλλήλοις π. καὶ φιλοτιμίαι Ath.14.626e. 3 by-path, Max.Tyr.39.3.
German (Pape)
[Seite 504] ἡ, das Nebeneinanderreiben, Sp.; auch übertr., Reibung, Streitigkeit, Verfeindung, Pol. 2, 36, 5 u. öfter, u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρατρῐβή: ἡ, πρὸς ἄλληλα τριβή, ἐκ παρατριβῆς ξύλων εὗρον πῦρ Σαγχωνιάθων ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 34D· κατ’ εὐφημισμὸν συνουσία, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 125D. 2) μεταφορ., σύγκρουσιν, Πολύβ. 2. 36, 5· αἱ ἐν ἀλλήλοις π. Ἀθήν. 626Ε πρβλ. διαπαρατριβή.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
frottement ; collision.
Étymologie: παρατρίβω.