κατάπλεος: Difference between revisions
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(6_16) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάπλεος''': -ον, Ἀττ. -πλεως, ων, γεν.-ω·- ἐντελῶς [[πλήρης]], τινος Πλούτ. 2, 498Ε· κατάπλεα θηρίων ὄρη [[Πολυδ]]. Ε΄, 13· γῆς τε κατάπλεων τὸ [[γένειον]] καὶ αἵματος Ξεν. Κύρ. 8, 3, 38· πηλοῦ Δίων Ἀλ. 1, 79·- [[μετὰ]] δοτ., [[χωρίον]] ὀχετοῖς κατάπλεων Ἀππ. Καρχηδ. 117. | |lstext='''κατάπλεος''': -ον, Ἀττ. -πλεως, ων, γεν.-ω·- ἐντελῶς [[πλήρης]], τινος Πλούτ. 2, 498Ε· κατάπλεα θηρίων ὄρη [[Πολυδ]]. Ε΄, 13· γῆς τε κατάπλεων τὸ [[γένειον]] καὶ αἵματος Ξεν. Κύρ. 8, 3, 38· πηλοῦ Δίων Ἀλ. 1, 79·- [[μετὰ]] δοτ., [[χωρίον]] ὀχετοῖς κατάπλεων Ἀππ. Καρχηδ. 117. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />complètement rempli.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πλέος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, Att. κατα-πλέως, ων, gen. ω.
A quite full, τινος of a thing, Ph.2.568, Plu.2.498f: fouled, stained with, γῆς τε κατάπλεων τὸ γένειον καὶ αἵματος X.Cyr.8.3.30, cf. IG4.952.44 (Epid.); [πηλῷ] D.H.1.79: c. dat., filled with, λύχνος ὥσπερ κέγχροις πολλοῖς κ. Thphr.Sign. 42; Χωρίον ὀχετοῖς κατάπλεων App.Pun.117.
German (Pape)
[Seite 1370] auch 3 End., att. κατάπλεως, ων, ganz angefüllt, τινός, Plut. u. a. Sp., auch τινί, χωρίον ὀχετοῖς βαθέσι κατάπλεων App. Pun. 117. – Auch = voll, beschmutzt, γῆς τε κατάπλεων τὸ γένειον καὶ αἵματος Xen. Cyr. 8, 3, 30; vgl. Plut. Pyrrh. 28; D. Hal. 1, 79.
Greek (Liddell-Scott)
κατάπλεος: -ον, Ἀττ. -πλεως, ων, γεν.-ω·- ἐντελῶς πλήρης, τινος Πλούτ. 2, 498Ε· κατάπλεα θηρίων ὄρη Πολυδ. Ε΄, 13· γῆς τε κατάπλεων τὸ γένειον καὶ αἵματος Ξεν. Κύρ. 8, 3, 38· πηλοῦ Δίων Ἀλ. 1, 79·- μετὰ δοτ., χωρίον ὀχετοῖς κατάπλεων Ἀππ. Καρχηδ. 117.