καῦμα: Difference between revisions
μέγα βιβλίον ἴσον τῷ μεγάλῳ κακῷ → a big book is the same as a big bad | a big book is the same as a big pain | a big book is a big evil | big book, big bad
(6_21) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καῦμα''': τό, ([[καίω]]), καίουσα [[θερμότης]], ἰδίως τοῦ ἡλίου, ὁ [[καύσων]], ἡ ὑπερβολικὴ ζέστη, ἡ βλαβερῶς ἐπιδρῶσα εἰς τὴν ὀργανικὴν ὕλην, καύματος, τῆς ἐκ τοῦ ἡλίου θερμότητος, Ἰλ. Ε. 865, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 413, 586, Σοφ. Ἀντ. 417, κτλ.· πρὶν ἂν τὸ κ. περέλθῃ, ἡ [[θερμότης]], ὁ [[καύσων]] τῆς ἡμέρας, Πλάτ. Φαῖδρ. 242Α ῥᾳστήνην ἐν τῷ κ. παρέχειν ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 70D· ἐὰν ᾖ κ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 5, 2· [[συχν]]. ἐν τῷ πληθ., τὸ [[θέρος]] ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸν χειμῶνα, ὄμβροις ἡλίου τε καύμασιν Σοφ. Ο. Κ. 350, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 104, Ξεν. Κυν. 5. 9, κτλ.· ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πάγου, Ἀθήν. 98Β, Λουκ. Λεξιφ. 2. 2) πυρετοῦ [[θερμότης]], Θουκ. 2. 49, Πλάτ. Τιμ. 70D· [[ἐντεῦθεν]], καυστικὸς [[πυρετός]], Ἱππ. Ἀφ. 1258·- μεταφορ., ἐπὶ ἔρωτος, Ἀνθ. Π. 12. 87. ΙΙ. ἐν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 788, ἐπὶ ὀπῶν ἃς ἤνοιξε τὸ [[καυτήριον]], πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 1. 36. | |lstext='''καῦμα''': τό, ([[καίω]]), καίουσα [[θερμότης]], ἰδίως τοῦ ἡλίου, ὁ [[καύσων]], ἡ ὑπερβολικὴ ζέστη, ἡ βλαβερῶς ἐπιδρῶσα εἰς τὴν ὀργανικὴν ὕλην, καύματος, τῆς ἐκ τοῦ ἡλίου θερμότητος, Ἰλ. Ε. 865, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 413, 586, Σοφ. Ἀντ. 417, κτλ.· πρὶν ἂν τὸ κ. περέλθῃ, ἡ [[θερμότης]], ὁ [[καύσων]] τῆς ἡμέρας, Πλάτ. Φαῖδρ. 242Α ῥᾳστήνην ἐν τῷ κ. παρέχειν ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 70D· ἐὰν ᾖ κ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 5, 2· [[συχν]]. ἐν τῷ πληθ., τὸ [[θέρος]] ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸν χειμῶνα, ὄμβροις ἡλίου τε καύμασιν Σοφ. Ο. Κ. 350, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 104, Ξεν. Κυν. 5. 9, κτλ.· ἐν τῷ πληθ. [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πάγου, Ἀθήν. 98Β, Λουκ. Λεξιφ. 2. 2) πυρετοῦ [[θερμότης]], Θουκ. 2. 49, Πλάτ. Τιμ. 70D· [[ἐντεῦθεν]], καυστικὸς [[πυρετός]], Ἱππ. Ἀφ. 1258·- μεταφορ., ἐπὶ ἔρωτος, Ἀνθ. Π. 12. 87. ΙΙ. ἐν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 788, ἐπὶ ὀπῶν ἃς ἤνοιξε τὸ [[καυτήριον]], πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 1. 36. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>I.</b> brûlure, <i>particul.</i><br /><b>1</b> brûlure par le soleil, chaleur ardente;<br /><b>2</b> brûlure par le froid;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> chaleur de la fièvre ; fièvre ardente.<br />'''Étymologie:''' [[καίω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό, (καίω)
A burning heat, esp. of the sun, καύματος ἔξ after sun-heat, Il.5.865, cf. Hes.Op.415,588, Alc.39, S.Ant.417, Epinic.1.10, etc.; πρὶν ἂν τὸ κ. παρέλθῃ the heat of the day, Pl.Phdr. 242a, cf. Ti.70d; ἐὰν ᾖ κ. Arist.Mete.342b10: freq. in pl., ἡλίου τε καύμασιν S.OC350, cf. Hdt.3.104, X.Cyn.5.9, etc.; [τόποι] ὑπὸ καυμάτων διαφθειρόμενοι Isoc.11.12; καύματα καὶ χειμῶνες Phld.Piet.87: in pl., also of frost, Ath.3.98b, Luc.Lex.2. 2 fever heat, Th.2.49; of inflamed conditions, Hp.VM19, Aph.7.13: metaph., of love, κ. ἀρσενικόν AP12.87. II in pl., holes burnt by cautery, Hp.Art.11, Arist.Pr.863a31. III brand on cattle, IG7.3171.44 (Orchom. Boeot.). IV embers of sacrifices, Pl.Criti.12od. V firewood, PLond.3.1166.6, al. (i A.D.).
German (Pape)
[Seite 1408] τό, Brand, bes. Sonnenbrand, Sommerhitze, Il. 5, 865; ἦμος δὴ λήγει μένος ὀξέος ἠελίοιο καύματος ἰδαλίμου Hes. O. 413, vgl. 586; so auch Soph. Ant. 417; Plat. Phaedr. 242 a u. Folgde; oft im plur., ὄμβροις ἡλίου τε καύμασιν Soph. O. C. 350; πρὸς χειμῶνας καὶ καύματα Plat. Polit. 279 d; τόπους ὑπὸ καυμάτων διαφθειρομένους Isocr. 11, 12; Sp.; Fieberhitze, Plut. Alex. 66; Liebesgluth, ἀρσενικόν Ep. ad. 8 (XII, 87). Von heftiger Kälte, Frostbrand, Ath. III, 98 b Luc. Lexiph. 2.
Greek (Liddell-Scott)
καῦμα: τό, (καίω), καίουσα θερμότης, ἰδίως τοῦ ἡλίου, ὁ καύσων, ἡ ὑπερβολικὴ ζέστη, ἡ βλαβερῶς ἐπιδρῶσα εἰς τὴν ὀργανικὴν ὕλην, καύματος, τῆς ἐκ τοῦ ἡλίου θερμότητος, Ἰλ. Ε. 865, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 413, 586, Σοφ. Ἀντ. 417, κτλ.· πρὶν ἂν τὸ κ. περέλθῃ, ἡ θερμότης, ὁ καύσων τῆς ἡμέρας, Πλάτ. Φαῖδρ. 242Α ῥᾳστήνην ἐν τῷ κ. παρέχειν ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 70D· ἐὰν ᾖ κ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 5, 2· συχν. ἐν τῷ πληθ., τὸ θέρος ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸν χειμῶνα, ὄμβροις ἡλίου τε καύμασιν Σοφ. Ο. Κ. 350, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 104, Ξεν. Κυν. 5. 9, κτλ.· ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως ἐπὶ πάγου, Ἀθήν. 98Β, Λουκ. Λεξιφ. 2. 2) πυρετοῦ θερμότης, Θουκ. 2. 49, Πλάτ. Τιμ. 70D· ἐντεῦθεν, καυστικὸς πυρετός, Ἱππ. Ἀφ. 1258·- μεταφορ., ἐπὶ ἔρωτος, Ἀνθ. Π. 12. 87. ΙΙ. ἐν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 788, ἐπὶ ὀπῶν ἃς ἤνοιξε τὸ καυτήριον, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 1. 36.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
I. brûlure, particul.
1 brûlure par le soleil, chaleur ardente;
2 brûlure par le froid;
II. p. anal. chaleur de la fièvre ; fièvre ardente.
Étymologie: καίω.