ταριχεύω: Difference between revisions
ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον → pleasure is the greatest of impostors, pleasure is the most shameless thing of all
(6_13b) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τᾰρῑχεύω''': μέλλ. -εύσω, ([[τάριχος]]) ὡς καὶ νῦν, [[ταριχεύω]], κοινῶς «βαλσαμώνω», ἐπὶ νεκροῦ σώματος, ὡς οἱ ἀρχαῖοι Αἰγύπτιοι, Ἡρόδ. 2. 86 - 90, Πλάτ. Φαίδων 80C, πρβλ. [[ταρχύω]]. ΙΙ. ἐπὶ κρέατος ἢ ἰχθύων, ἁλατίζω ἢ [[καπνίζω]] (πρβλ. [[προταριχεύω]]), βάλλω εἰς ἅλμην, [[ὥσπερ]] οἱ τὰ ὅα τέμνοντες καὶ μέλλοντες ταριχεύειν (τὰ ὄα, σοῦρβα ἢ σούρδουλα, [[ἅπερ]] καὶ νῦν ἔτι τέμνουσιν εἰς δύο καὶ βάλλουσιν αὐτὰ εἰς τὴν ἅλμην, δηλ. τὰ κάμνουν «τουρσὶ») Πλάτ. Συμπ. 190D. ― Παθ., [ἰχθύας] ἐξ ἅλμης τεταριχευμένους Ἡρόδ. 2. 77· τεμάχη τεταριχευμένα, παστὰ κρέατα, «παστουρμάδες», Ξεν. Ἀν. 5. 4, 28. 2) ἐπὶ ἄλλων πραγμάτων, [[οἷον]] ἐπὶ ξύλου, ποιῶ ἰσχυρότερον ἐμβάπτων αὐτὸ εἰς τὸ [[ὕδωρ]], Θεοφρ. ἐπ. Φυτ. Ἱστ. 5. 4, 8, κλπ. ΙΙΙ. μεταφορ., ἐν τῷ παθ., φθείρομαι, κακῶς ταριχευθεύντα παμφθάρτω μόρῳ Αἰσχύλ. Χο. 296, πρβλ. Σώφρονος Ἀποσπ. 63· τεταριχευμένος, [[παλαιός]], εὐρωτιῶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ νεαλὴς καὶ [[πρόσφατος]], Δημ. 788. 24. 2) παρὰ τοῖς Ἰατρ., [[ἰσχναίνω]] τινὰ διὰ τοῦ λιμοῦ πρβλ. [[προταριχεύω]]. | |lstext='''τᾰρῑχεύω''': μέλλ. -εύσω, ([[τάριχος]]) ὡς καὶ νῦν, [[ταριχεύω]], κοινῶς «βαλσαμώνω», ἐπὶ νεκροῦ σώματος, ὡς οἱ ἀρχαῖοι Αἰγύπτιοι, Ἡρόδ. 2. 86 - 90, Πλάτ. Φαίδων 80C, πρβλ. [[ταρχύω]]. ΙΙ. ἐπὶ κρέατος ἢ ἰχθύων, ἁλατίζω ἢ [[καπνίζω]] (πρβλ. [[προταριχεύω]]), βάλλω εἰς ἅλμην, [[ὥσπερ]] οἱ τὰ ὅα τέμνοντες καὶ μέλλοντες ταριχεύειν (τὰ ὄα, σοῦρβα ἢ σούρδουλα, [[ἅπερ]] καὶ νῦν ἔτι τέμνουσιν εἰς δύο καὶ βάλλουσιν αὐτὰ εἰς τὴν ἅλμην, δηλ. τὰ κάμνουν «τουρσὶ») Πλάτ. Συμπ. 190D. ― Παθ., [ἰχθύας] ἐξ ἅλμης τεταριχευμένους Ἡρόδ. 2. 77· τεμάχη τεταριχευμένα, παστὰ κρέατα, «παστουρμάδες», Ξεν. Ἀν. 5. 4, 28. 2) ἐπὶ ἄλλων πραγμάτων, [[οἷον]] ἐπὶ ξύλου, ποιῶ ἰσχυρότερον ἐμβάπτων αὐτὸ εἰς τὸ [[ὕδωρ]], Θεοφρ. ἐπ. Φυτ. Ἱστ. 5. 4, 8, κλπ. ΙΙΙ. μεταφορ., ἐν τῷ παθ., φθείρομαι, κακῶς ταριχευθεύντα παμφθάρτω μόρῳ Αἰσχύλ. Χο. 296, πρβλ. Σώφρονος Ἀποσπ. 63· τεταριχευμένος, [[παλαιός]], εὐρωτιῶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ νεαλὴς καὶ [[πρόσφατος]], Δημ. 788. 24. 2) παρὰ τοῖς Ἰατρ., [[ἰσχναίνω]] τινὰ διὰ τοῦ λιμοῦ πρβλ. [[προταριχεύω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=préparer de manière à préserver de la pourriture, <i>particul.</i><br /><b>1</b> saler (le poisson, la viande, <i>etc.</i>), faire des conserves;<br /><b>2</b> embaumer un corps.<br />'''Étymologie:''' [[τάριχος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 9 August 2017
English (LSJ)
A preserve the body by artificial means, embalm, of Egyptian mummies, Hdt.2.86, Pl.Phd. 80c. II preserve food by salting, pickling, or smoking, τ. ὄα Id.Smp.190d; ἐλᾶν( = ἐλαίαν) PRyl.231.5 (i A.D.):—Pass., [ἰχθύας] ἐξ ἅλμης τεταριχευμένους Hdt.2.77, cf. PGiss.93.2 (ii A.D.), etc.; τεμάχη τεταριχευμένα preserved meat, X.An.5.4.28; χλωρὰ [κάππαρις] πρὶν -ευθῆναι Gal.6.615. 2 season wood by soaking it in water, Thphr.HP4.2.2, 5.4.8. 3 macerate, Olymp.Alch.p.70 B., al. III metaph. in Pass., waste away, wither, κακῶς ταριχευθέντα παμφθάρτῳ μόρῳ A.Ch.296, cf. Sophr.54; τεταριχευμένος stale, opp. νεαλὴς καὶ πρόσφατος, D.25.61. 2 Medic., reduce a patient by starving, Gal.15.595.
German (Pape)
[Seite 1071] den todten Leib eines Menschen od. eines Thieres durch künstliche Zurichtung vor Fäulniß bewahren, einbalsamiren; Her. 2, 66. 88; Plat. Phaed. 80 c; Luc. de luct. 21. – Eben so Fleisch oder Fisch zum Essen aufbewahren, so daß sie nicht von Fäulniß leiden, einsalzen, einpökeln, einmachen; Her. 2, 77; τὰ ὄα, Plat. Conv. 190 d; τεμάχη τεταριχευμένα, Xen. An. 5, 4, 28 u. Folgde. – Auch von Körpern anderer Art, z. B. Holz in Meerwasser legen, um es härter u. dauerhafter zu machen. – Uebertr., von Alter, Sorgen, Kummer, austrocknen, ausdörren, κακῶς ταριχευθέντα παμφθάρτῳ μόρῳ, Aesch. Ch. 294; so setzt Dem. 25, 61 νεαλὴς καὶ πρόσφατος ὤν dem τεταριχευμένος καὶ πολὺν χρόνον ἔμπεπτωκώς gegenüber.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰρῑχεύω: μέλλ. -εύσω, (τάριχος) ὡς καὶ νῦν, ταριχεύω, κοινῶς «βαλσαμώνω», ἐπὶ νεκροῦ σώματος, ὡς οἱ ἀρχαῖοι Αἰγύπτιοι, Ἡρόδ. 2. 86 - 90, Πλάτ. Φαίδων 80C, πρβλ. ταρχύω. ΙΙ. ἐπὶ κρέατος ἢ ἰχθύων, ἁλατίζω ἢ καπνίζω (πρβλ. προταριχεύω), βάλλω εἰς ἅλμην, ὥσπερ οἱ τὰ ὅα τέμνοντες καὶ μέλλοντες ταριχεύειν (τὰ ὄα, σοῦρβα ἢ σούρδουλα, ἅπερ καὶ νῦν ἔτι τέμνουσιν εἰς δύο καὶ βάλλουσιν αὐτὰ εἰς τὴν ἅλμην, δηλ. τὰ κάμνουν «τουρσὶ») Πλάτ. Συμπ. 190D. ― Παθ., [ἰχθύας] ἐξ ἅλμης τεταριχευμένους Ἡρόδ. 2. 77· τεμάχη τεταριχευμένα, παστὰ κρέατα, «παστουρμάδες», Ξεν. Ἀν. 5. 4, 28. 2) ἐπὶ ἄλλων πραγμάτων, οἷον ἐπὶ ξύλου, ποιῶ ἰσχυρότερον ἐμβάπτων αὐτὸ εἰς τὸ ὕδωρ, Θεοφρ. ἐπ. Φυτ. Ἱστ. 5. 4, 8, κλπ. ΙΙΙ. μεταφορ., ἐν τῷ παθ., φθείρομαι, κακῶς ταριχευθεύντα παμφθάρτω μόρῳ Αἰσχύλ. Χο. 296, πρβλ. Σώφρονος Ἀποσπ. 63· τεταριχευμένος, παλαιός, εὐρωτιῶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ νεαλὴς καὶ πρόσφατος, Δημ. 788. 24. 2) παρὰ τοῖς Ἰατρ., ἰσχναίνω τινὰ διὰ τοῦ λιμοῦ πρβλ. προταριχεύω.
French (Bailly abrégé)
préparer de manière à préserver de la pourriture, particul.
1 saler (le poisson, la viande, etc.), faire des conserves;
2 embaumer un corps.
Étymologie: τάριχος.