προταριχεύω

From LSJ

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προτᾰρῑχεύω Medium diacritics: προταριχεύω Low diacritics: προταριχεύω Capitals: ΠΡΟΤΑΡΙΧΕΥΩ
Transliteration A: protaricheúō Transliteration B: protaricheuō Transliteration C: protaricheyo Beta Code: protarixeu/w

English (LSJ)

A salt or pickle beforehand, Hdt.2.77.
II reduce a patient first by fasting, Hp.Acut.26.
III macerate chemicals beforehand, PHolm.17.7:—Pass., Zos.Alch.p.166 B.

German (Pape)

[Seite 790] vorher einsalzen, einbalsamiren; Her. 2, 77; Galen.

French (Bailly abrégé)

saler auparavant.
Étymologie: πρό, ταριχεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-ταριχεύω te voren inzouten. Hdt. 2.77.5. geneesk. laten vasten. Hp.

Russian (Dvoretsky)

προτᾰρῑχεύω: предварительно засаливать (sc. τοὺς ὄρτυγας καὶ τὰς νήσσας Her.).

Greek (Liddell-Scott)

προτᾰρῑχεύω: ταριχεύω πρότερον, ἴδε ἐν λέξ. ταριχεύω ΙΙ. ΙΙ. παρ’ Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 388, διὰ τῆς νηστείας ἰσχναίνω τινὰ πάσχοντα, ἴδε Γαλην. τ. 11, 66, καὶ Foës Oero: ἐν λέξ.

Greek Monolingual

Α
1. ταριχεύω εκ τών προτέρων
2. αλατίζω προηγουμένως
3. ισχναίνω έναν ασθενή με νηστεία («βούλονται γὰρ πάντες ὑπὸ τὰς ἀρχὰς τῶν νούσων προταριχεύσαντες τοὺς ἀνθρώπους ἤ δύο... ἤ καὶ πλείους ἡμέρας», Ιπποκρ.)
4. διαλύω χημικές ύλες ή ουσίες εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ταριχεύω «βαλσαμώνω, παστώνω, ισχναίνω κάποιον με νηστεία»].