ψαρός: Difference between revisions
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
(6_4) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψᾱρός''': -ά, -όν, (ψὰρ) [[ὅμοιος]] πρὸς ψᾶρα Δηλ. ἔχων στίγματα, [[κατάστικτος]], ψ. [[ἵππος]], [[κατάστικτος]] φαιὸς ἵππ., Ἀριστοφ. Νεφ. 1225 ([[ἔνθα]] ἕτεροι ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ [[ταχύς]], οἱονεὶ ἐκ τοῦ [[ψαίρω]], πρβλ. Σχολ. ἐν τόπῳ)· ὁ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 2, διακρίνει τὸ ψαρὸς ἀπὸ τοῦ [[ποικίλος]], [[ὅπερ]] σημαίνει ὅτι τὰ στίγματα [[εἶναι]] εὐδιακριτώτερα. - Συγκρ. ψαρότερος, Αἰλ. π. Ζῴων 12. 28. | |lstext='''ψᾱρός''': -ά, -όν, (ψὰρ) [[ὅμοιος]] πρὸς ψᾶρα Δηλ. ἔχων στίγματα, [[κατάστικτος]], ψ. [[ἵππος]], [[κατάστικτος]] φαιὸς ἵππ., Ἀριστοφ. Νεφ. 1225 ([[ἔνθα]] ἕτεροι ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ [[ταχύς]], οἱονεὶ ἐκ τοῦ [[ψαίρω]], πρβλ. Σχολ. ἐν τόπῳ)· ὁ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 2, διακρίνει τὸ ψαρὸς ἀπὸ τοῦ [[ποικίλος]], [[ὅπερ]] σημαίνει ὅτι τὰ στίγματα [[εἶναι]] εὐδιακριτώτερα. - Συγκρ. ψαρότερος, Αἰλ. π. Ζῴων 12. 28. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ά, όν :<br />d’un gris pommelé;<br /><i>Cp.</i> ψαρότερος.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ψάρ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 9 August 2017
English (LSJ)
(A), ά, όν, (ψάρ)
A like a starling, i. e. speckled, dappled, ψ. ἵππος a dapple-grey horse, Ar.Nu.1225, LXX Za.1.8; Arist.HA632b19 distinguishes it fr. ποικίλος, which implies that the spots are more distinctly marked:—Comp. ψαρότερος Ael.NA12.28, Aët.11.11.
ψαρός (B), ά, όν, neut. ψαρόν, τό, name of a siccative powder, Paul.Aeg.7.13.11; perh. cf. ψηρός.
German (Pape)
[Seite 1391] eigtl. von der Farbe des Staars, staargrau, übh. grau, aschgrau, gesprenkelt; ἵππος Ar. Nubb. 1224 (ποικίλος, σποδοειδής, die Erkl. ταχύς ist wohl falsch); Arist. H. A. 9, 49; Ael. H. A. 12, 28; von ποικίλος unterschieden, dieses bezeichnet Mehrfarbigkeit, jenes Abstufungen derselben Farbe, Grau in Grau, wie die Farbe der Staare ist, dah. es Plin. H. N. 10, 29 durch concolor übersetzt.
Greek (Liddell-Scott)
ψᾱρός: -ά, -όν, (ψὰρ) ὅμοιος πρὸς ψᾶρα Δηλ. ἔχων στίγματα, κατάστικτος, ψ. ἵππος, κατάστικτος φαιὸς ἵππ., Ἀριστοφ. Νεφ. 1225 (ἔνθα ἕτεροι ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ ταχύς, οἱονεὶ ἐκ τοῦ ψαίρω, πρβλ. Σχολ. ἐν τόπῳ)· ὁ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 2, διακρίνει τὸ ψαρὸς ἀπὸ τοῦ ποικίλος, ὅπερ σημαίνει ὅτι τὰ στίγματα εἶναι εὐδιακριτώτερα. - Συγκρ. ψαρότερος, Αἰλ. π. Ζῴων 12. 28.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
d’un gris pommelé;
Cp. ψαρότερος.
Étymologie: DELG ψάρ.