διατειχίζω: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(6_13b) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διατειχίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ· - [[ἀποχωρίζω]] καὶ ὀχυρώνω διὰ τείχους, Ἀριστοφ. Ἱππ. 818· τὸν Ἰσθμὸν Λυσ. 194. 39· τὴν πόλιν ἀπὸ τῆς ἄκρας Πολύβ. 8. 34, 2· πρβλ. [[διασταυρόω]]. 2) [[διαχωρίζω]] ὡς διὰ τείχους, ἡ ῥὶς δ. τὰ ὄμματα Ξεν. Συμπ. 5, 6· διατετείχισται ἡ [[ἱστορία]] πρὸς τὸ [[ἐγκώμιον]], [[εἶναι]] κεχωρισμένη ἀπ’ [[αὐτοῦ]], Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 7. | |lstext='''διατειχίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ· - [[ἀποχωρίζω]] καὶ ὀχυρώνω διὰ τείχους, Ἀριστοφ. Ἱππ. 818· τὸν Ἰσθμὸν Λυσ. 194. 39· τὴν πόλιν ἀπὸ τῆς ἄκρας Πολύβ. 8. 34, 2· πρβλ. [[διασταυρόω]]. 2) [[διαχωρίζω]] ὡς διὰ τείχους, ἡ ῥὶς δ. τὰ ὄμματα Ξεν. Συμπ. 5, 6· διατετείχισται ἡ [[ἱστορία]] πρὸς τὸ [[ἐγκώμιον]], [[εἶναι]] κεχωρισμένη ἀπ’ [[αὐτοῦ]], Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> διατειχιῶ, <i>etc.</i><br /><b>1</b> séparer par un mur;<br /><b>2</b> séparer comme par un mur ; <i>fig.</i> διατετείχισται ἡ [[ἱστορία]] πρὸς τὸ [[ἐγκώμιον]] LUC il y a comme un mur entre l’histoire et l’éloge.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[τειχίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 9 August 2017
English (LSJ)
A cut off and fortify by a wall, Ar.Eq.818; τὸν Ἰσθμόν Lys.2.44; τὴν πόλιν ἀπὸ τῆς ἄκρας Plb.8.32.2. 2 divide as by a wall, ἡ ῥὶς διατετείχικε τὰ ὄμματα X.Smp.5.6: metaph., keep apart, φῶς καὶ σκότος Ph.1.632, al.; διατετείχισται ἡ ἱστορία πρὸς τὸ ἐγκώμιον is separated from it, Luc.Hist.Conscr.7.
German (Pape)
[Seite 606] durch eine Mauer, Verschanzung (die dazwischen gezogen) trennen, schützen; Ἰσθμόν Lys. 2, 44; Isocr. 4, 93; Plut. Them. 9; – τὴν πόλιν ἀπὸ τῆς ἄκρας Pol. 8, 34; geradezu trennen, ἡ ῥὶς διατετείχικε τὰ ὄμματα Xen. Symp. 5, 6; neben διορίζω Luc. hist. conscr. 7.
Greek (Liddell-Scott)
διατειχίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ· - ἀποχωρίζω καὶ ὀχυρώνω διὰ τείχους, Ἀριστοφ. Ἱππ. 818· τὸν Ἰσθμὸν Λυσ. 194. 39· τὴν πόλιν ἀπὸ τῆς ἄκρας Πολύβ. 8. 34, 2· πρβλ. διασταυρόω. 2) διαχωρίζω ὡς διὰ τείχους, ἡ ῥὶς δ. τὰ ὄμματα Ξεν. Συμπ. 5, 6· διατετείχισται ἡ ἱστορία πρὸς τὸ ἐγκώμιον, εἶναι κεχωρισμένη ἀπ’ αὐτοῦ, Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 7.
French (Bailly abrégé)
f. διατειχιῶ, etc.
1 séparer par un mur;
2 séparer comme par un mur ; fig. διατετείχισται ἡ ἱστορία πρὸς τὸ ἐγκώμιον LUC il y a comme un mur entre l’histoire et l’éloge.
Étymologie: διά, τειχίζω.