ἐπιρράπτω: Difference between revisions
From LSJ
(6_2) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιρράπτω''': [[ῥάπτω]] τι [[ἐπάνω]] εἴς τι, τι ἐπί τινι, οὐδεὶς [[ἐπίβλημα]] ῥάκους ἀγνάφου ἐπιρράπτει ἐπὶ ἱματίῳ παλαιῷ Εὐαγγ. κ. Μάρκ. β΄, 21: ― ἀόριστός τις β΄ ἐπέρραφεν ἐν Νόνν. Δ. 9. 3, [[εἶναι]] πιθ. ἐφθαρμένος. | |lstext='''ἐπιρράπτω''': [[ῥάπτω]] τι [[ἐπάνω]] εἴς τι, τι ἐπί τινι, οὐδεὶς [[ἐπίβλημα]] ῥάκους ἀγνάφου ἐπιρράπτει ἐπὶ ἱματίῳ παλαιῷ Εὐαγγ. κ. Μάρκ. β΄, 21: ― ἀόριστός τις β΄ ἐπέρραφεν ἐν Νόνν. Δ. 9. 3, [[εἶναι]] πιθ. ἐφθαρμένος. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=coudre à <i>ou</i> sur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ῥάπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 9 August 2017
English (LSJ)
aor. 2
A ἐπέρρᾰφον Nonn.D.9.3, al.:—sew or stitch on, τι ἐπὶ ἱμάτιον Ev.Marc.2.21: metaph., δόλον δόλῳ Nonn.D.42.315. 2. sew up, in Pass., Gal. 18(2).579.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιρράπτω: ῥάπτω τι ἐπάνω εἴς τι, τι ἐπί τινι, οὐδεὶς ἐπίβλημα ῥάκους ἀγνάφου ἐπιρράπτει ἐπὶ ἱματίῳ παλαιῷ Εὐαγγ. κ. Μάρκ. β΄, 21: ― ἀόριστός τις β΄ ἐπέρραφεν ἐν Νόνν. Δ. 9. 3, εἶναι πιθ. ἐφθαρμένος.