ἀναφρόδιτος: Difference between revisions

From LSJ

φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth

Source
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναφρόδῑτος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] Ἀφροδίτης, ὁ μὴ ἀπολαύων τῆς εὐνοίας καὶ τῶν χαρίτων αὐτῆς, Πλούτ. 2. 751Ε, κτλ.· ἀν. εἰς τὰ ἐρωτικά, ἀτυχὴς εἰς τοὺς ἔρωτας, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 15. 2. 2) [[ἀναίσθητος]] πρὸς τὸν ἔρωτα, Πλουτ. 2. 57D. 3) Λατ. invenustus, ὁ [[ἄνευ]] χαρίτων, [[ἄνευ]] θελγήτρων, Πλουτ. Ἀντ. 4. κτλ.
|lstext='''ἀναφρόδῑτος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] Ἀφροδίτης, ὁ μὴ ἀπολαύων τῆς εὐνοίας καὶ τῶν χαρίτων αὐτῆς, Πλούτ. 2. 751Ε, κτλ.· ἀν. εἰς τὰ ἐρωτικά, ἀτυχὴς εἰς τοὺς ἔρωτας, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 15. 2. 2) [[ἀναίσθητος]] πρὸς τὸν ἔρωτα, Πλουτ. 2. 57D. 3) Λατ. invenustus, ὁ [[ἄνευ]] χαρίτων, [[ἄνευ]] θελγήτρων, Πλουτ. Ἀντ. 4. κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui ne connaît pas l’amour;<br /><b>2</b> sans grâce, sans charme.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[Ἀφροδίτη]].
}}
}}

Revision as of 19:45, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναφρόδῑτος Medium diacritics: ἀναφρόδιτος Low diacritics: αναφρόδιτος Capitals: ΑΝΑΦΡΟΔΙΤΟΣ
Transliteration A: anaphróditos Transliteration B: anaphroditos Transliteration C: anafroditos Beta Code: a)nafro/ditos

English (LSJ)

ον,

   A without Ἀφροδίτη, not enjoying her favours, Plu. 2.751e, etc.; ἀ. εἰς τὰ ἐρωτικά unlucky in... Luc.DDeor.15.2; love-less, μίξεις D.Chr.7.133.    2 insensible to love, Plu.2.57d,Jul.Mis. 347c.    3 without charms, Plu.Ant.4, Gell.1.5.3, etc.

German (Pape)

[Seite 214] (Ἀφροδίτη), ohne Liebreiz, Plut. Ant. 4; ohne Liebesgenuß, amator. 5; keinen Sinn für Liebe habend, Discr. am. et ad. 20; aber ἀν. εἰς τὰ ἐρωτικά, Luc. Dial. D. 15, 2, unglücklich in der Liebe.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφρόδῑτος: -ον, ὁ ἄνευ Ἀφροδίτης, ὁ μὴ ἀπολαύων τῆς εὐνοίας καὶ τῶν χαρίτων αὐτῆς, Πλούτ. 2. 751Ε, κτλ.· ἀν. εἰς τὰ ἐρωτικά, ἀτυχὴς εἰς τοὺς ἔρωτας, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 15. 2. 2) ἀναίσθητος πρὸς τὸν ἔρωτα, Πλουτ. 2. 57D. 3) Λατ. invenustus, ὁ ἄνευ χαρίτων, ἄνευ θελγήτρων, Πλουτ. Ἀντ. 4. κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui ne connaît pas l’amour;
2 sans grâce, sans charme.
Étymologie: ἀ, Ἀφροδίτη.