μήρυμα: Difference between revisions

From LSJ

Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλοςχρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.

Source
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μήρῡμα''': τό, κεκλωσμένον [[πρᾶγμα]], κλωστή, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 29· ἐπὶ ἰνώδους λίθου, Πλούτ. 2. 434Α. II. ὡς τὸ Λατ. tractus, volumen, ἡ [[σπεῖρα]] τοῦ ὄφεως, δολιχῷ μ. γαστρὸς Νικ. Θηρ. 163, 265, - ὡς γράφει ὁ Λοβέκ. ἐν Παραλ. 433 ἀντὶ τῆς γραφῆς [[μήρυγμα]].
|lstext='''μήρῡμα''': τό, κεκλωσμένον [[πρᾶγμα]], κλωστή, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 29· ἐπὶ ἰνώδους λίθου, Πλούτ. 2. 434Α. II. ὡς τὸ Λατ. tractus, volumen, ἡ [[σπεῖρα]] τοῦ ὄφεως, δολιχῷ μ. γαστρὸς Νικ. Θηρ. 163, 265, - ὡς γράφει ὁ Λοβέκ. ἐν Παραλ. 433 ἀντὶ τῆς γραφῆς [[μήρυγμα]].
}}
{{bailly
|btext=<i>mieux que</i> [[μήρυγμα]];<br />ατος (τό) :<br />déroulement des fils d’une trame.<br />'''Étymologie:''' [[μηρύω]].
}}
}}

Revision as of 19:46, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μήρῡμα Medium diacritics: μήρυμα Low diacritics: μήρυμα Capitals: ΜΗΡΥΜΑ
Transliteration A: mḗryma Transliteration B: mēryma Transliteration C: miryma Beta Code: mh/ruma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is drawn out: strand of gut, Ph.Bel. 65.33; skein of such strands, Hero Bel.81.14; thread, Poll.7.29; μηρύματα λίθων, of fibrous stone, Plu.2.434a; of bitumen, J.BJ4.8.4; of ship's cordage, Plu.Cic.47; μ. ἐρίου Dem.Ophth. ap. Aët.7.53; kink in a string, Hero Aut.2.11.    II a serpent's coil or trail, δολιχῷ μ. γαστρός Nic.Th.160, 265 (μηρύγματι codd., cf. Hsch., Cyr.).

German (Pape)

[Seite 178] τό, = μήρυγμα, bessere Form, s. Lob. parall. 433; Poll. 7, 29; Plut. def. or. 43; Schol. Soph. Tr. 597 erkl. so κάταγμα οἰός.

Greek (Liddell-Scott)

μήρῡμα: τό, κεκλωσμένον πρᾶγμα, κλωστή, Πολυδ. Ζ΄, 29· ἐπὶ ἰνώδους λίθου, Πλούτ. 2. 434Α. II. ὡς τὸ Λατ. tractus, volumen, ἡ σπεῖρα τοῦ ὄφεως, δολιχῷ μ. γαστρὸς Νικ. Θηρ. 163, 265, - ὡς γράφει ὁ Λοβέκ. ἐν Παραλ. 433 ἀντὶ τῆς γραφῆς μήρυγμα.

French (Bailly abrégé)

mieux que μήρυγμα;
ατος (τό) :
déroulement des fils d’une trame.
Étymologie: μηρύω.