λεῖμαξ: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates

Source
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεῖμαξ''': -ᾰκος, ἡ, οὐχὶ ὁ, Ἡρῳδιαν. ἐν Ἀνεκδ. Ὀξων. 3. 284), ὡς τὸ [[λειμών]], [[λιβάδιον]], Εὐρ. Φοίν. 1571, Βάκχ. 867 (ἀμφότερα λυρ.), Ἀνθ. Π. 9. 788· - [[κῆπος]], Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν 2. ΙΙ. = τῷ Λατ. limax, ζῷόν τι ὅμοιον κοχλίᾳ, Ἡσύχ.
|lstext='''λεῖμαξ''': -ᾰκος, ἡ, οὐχὶ ὁ, Ἡρῳδιαν. ἐν Ἀνεκδ. Ὀξων. 3. 284), ὡς τὸ [[λειμών]], [[λιβάδιον]], Εὐρ. Φοίν. 1571, Βάκχ. 867 (ἀμφότερα λυρ.), Ἀνθ. Π. 9. 788· - [[κῆπος]], Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν 2. ΙΙ. = τῷ Λατ. limax, ζῷόν τι ὅμοιον κοχλίᾳ, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ακος (ὁ) :<br /><b>1</b> <i>c.</i> [[λειμών]];<br /><b>2</b> jardin.<br />'''Étymologie:''' cf. [[λείβω]].
}}
}}

Revision as of 19:46, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεῖμαξ Medium diacritics: λεῖμαξ Low diacritics: λείμαξ Capitals: ΛΕΙΜΑΞ
Transliteration A: leîmax Transliteration B: leimax Transliteration C: leimaks Beta Code: lei=mac

English (LSJ)

ᾰκος, ἡ (not ὁ, Hdn.Gr.1.524),

   A = λειμών, meadow, E.Ph. 1571, Ba.867 (both lyr.), Lyr.Alex.Adesp.22, AP9.788.10.    2 garden, Pherecr.109.    II = Lat. limax, snail, Hsch.

German (Pape)

[Seite 23] ακος, ὁ, oder auch ἡ, = λειμών, Wiese, λωτοτρόφον κατὰ λείμακα Eur. Phoen. 1587, wie Bacch. 867; Pherecr. bei Ath. XV, 685 b; Ep. ad. 428 (IX, 788). – Bei Hipp. u. Suid. auch im compar. λειμακέστερος, was vielleicht λειμακωδέστερος heißen soll. Vgl. Lob. Paralip. p. 288.

Greek (Liddell-Scott)

λεῖμαξ: -ᾰκος, ἡ, οὐχὶ ὁ, Ἡρῳδιαν. ἐν Ἀνεκδ. Ὀξων. 3. 284), ὡς τὸ λειμών, λιβάδιον, Εὐρ. Φοίν. 1571, Βάκχ. 867 (ἀμφότερα λυρ.), Ἀνθ. Π. 9. 788· - κῆπος, Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν 2. ΙΙ. = τῷ Λατ. limax, ζῷόν τι ὅμοιον κοχλίᾳ, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
1 c. λειμών;
2 jardin.
Étymologie: cf. λείβω.