θησαυρίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θησαυρίζω''': θέτω ἐντὸς ἀποθήκης, ἀποθηκεύω, ἀποθέτω, ἐν ἀσφαληΐῃ θ. τὰ χρήματα Ἡρόδ. 2. 121, 1· θ. τὸν νεκρὸν ἐν οἰκήματι, τοποθετῶ αὐτόν, [[αὐτόθι]] 86· φάρμακα, [[σῖτα]] θ. παρ’ αὑτῷ Ξεν. Κύρ. 8. 2, 24, κτλ.· ἐπὶ καρπῶν, ἀποθηκεύω, διατηρῶ, βάλλω εἰς ἅλμην, καυλοὺς ἐν ἅλμῃ Θεοφρ. Ι. Φ. 6. 4, 12· τὸ [[ἔλαιον]] θ. τὰς [[ὀσμάς]], διατηρεῖ αὐτάς, ὁ αὐτ. ἐν Αἰτ. Φυτ. 6. 19, 3· ἡ ἐβένη θ. τὴν χρόαν, διατηρεῖ τὸ [[χρῶμα]] της, ὁ αὐτ. Ι. Φ. 4. 4, 6. - Παθ., ῥὰξ εὖ τεθησαυρισμένη Σοφ. Ἀποσπ. 464· τὸ θησαυρισθὲν Συλλ. Ἐπιγρ. 5640. ΙΙ. 37. 2) μεταφ., θ. εὐτυχίαν, ἀποταμιεύειν εὐτυχίαν..., Ἀππ. Σαυνιτ. 4. 3· θ. χάριτας, ἀποταμιεύειν ἐν τῇ μνήμῃ, Διόδ. 1. 90. - Μέσ., [[ἀποταμιεύω]] δι’ ἐμαυτόν, ἑαυτῷ ὑπομνήματα Πλάτ. Φαίδρ. 276D, πρβλ. Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 244: - Παθ., τεθησαυρισμένος κατά τινος [[φθόνος]] Wess. Διόδ. 20. 36.
|lstext='''θησαυρίζω''': θέτω ἐντὸς ἀποθήκης, ἀποθηκεύω, ἀποθέτω, ἐν ἀσφαληΐῃ θ. τὰ χρήματα Ἡρόδ. 2. 121, 1· θ. τὸν νεκρὸν ἐν οἰκήματι, τοποθετῶ αὐτόν, [[αὐτόθι]] 86· φάρμακα, [[σῖτα]] θ. παρ’ αὑτῷ Ξεν. Κύρ. 8. 2, 24, κτλ.· ἐπὶ καρπῶν, ἀποθηκεύω, διατηρῶ, βάλλω εἰς ἅλμην, καυλοὺς ἐν ἅλμῃ Θεοφρ. Ι. Φ. 6. 4, 12· τὸ [[ἔλαιον]] θ. τὰς [[ὀσμάς]], διατηρεῖ αὐτάς, ὁ αὐτ. ἐν Αἰτ. Φυτ. 6. 19, 3· ἡ ἐβένη θ. τὴν χρόαν, διατηρεῖ τὸ [[χρῶμα]] της, ὁ αὐτ. Ι. Φ. 4. 4, 6. - Παθ., ῥὰξ εὖ τεθησαυρισμένη Σοφ. Ἀποσπ. 464· τὸ θησαυρισθὲν Συλλ. Ἐπιγρ. 5640. ΙΙ. 37. 2) μεταφ., θ. εὐτυχίαν, ἀποταμιεύειν εὐτυχίαν..., Ἀππ. Σαυνιτ. 4. 3· θ. χάριτας, ἀποταμιεύειν ἐν τῇ μνήμῃ, Διόδ. 1. 90. - Μέσ., [[ἀποταμιεύω]] δι’ ἐμαυτόν, ἑαυτῷ ὑπομνήματα Πλάτ. Φαίδρ. 276D, πρβλ. Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 244: - Παθ., τεθησαυρισμένος κατά τινος [[φθόνος]] Wess. Διόδ. 20. 36.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> mettre en réserve, déposer dans un trésor;<br /><b>2</b> mettre en réserve, conserver avec soin <i>en gén.</i> : νεκρὸν [[ἐν]] οἰκήματι HDT un mort dans sa maison;<br /><i><b>Moy.</b></i> θησαυρίζομαι mettre en réserve pour son usage, acc..<br />'''Étymologie:''' [[θησαυρός]].
}}
}}

Revision as of 19:46, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θησαυρίζω Medium diacritics: θησαυρίζω Low diacritics: θησαυρίζω Capitals: ΘΗΣΑΥΡΙΖΩ
Transliteration A: thēsaurízō Transliteration B: thēsaurizō Transliteration C: thisavrizo Beta Code: qhsauri/zw

English (LSJ)

   A store, treasure up, ἐν ἀσφαλείῃ τὰ χρήματα θ. Hdt.2.121.ά; θ. τὸν νεκρὸν ἐν οἰκήματι to lay it by, ib.86; φάρμακα, σῖτα θ. παρ' αὑτῷ, X.Cyr.8.2.24, etc.; of fruits, lay up in store, preserve, pickle, [καυλοὺς] ἐν ἅλμῃ Thphr.HP6.4.10; τὸ ἔλαιον θ. [τὰς ὀσμάς] preserves its smell, Id.CP6.19.3:—Pass., ῥὰξ εὖ τεθησαυρισμένη S.Fr. 398.2; [ἡ ἐβένη] τὴν χρόαν οὐ -ομένη λαμβάνει τὴν εὔχρουν ἀλλ' εὐθὺς τῇ φύσει Thphr.HP4.4.6, cf. 3.12.5; ἡ τεθησαυρισμένη τῶν ἀρωμάτων ἀπόλαυσις Agatharch.97; τὸ θησαυρισθέν IG14.423 ii 37 (Tauromenium).    b abs., hoard, lay up treasure, Phld.Oec.p.71J., Ep.Jac. 5.3; ἑαυτῷ Ev.Luc.12.21.    2 metaph., θ. σεαυτῷ ὀργήν Ep.Rom. 2.5; θ. θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ Ev.Matt.6.20; θ. εὐτυχίαν lay up a store of . ., App.Sam.4.3:—Med., store up for oneself, ἑαυτῷ ὑπομνήματα Pl.Phdr.276d, cf. Isoc.15.229:—Pass., τεθησαυρισμένος κατά τινος φθόνος D.S.20.36; χάριτας -ισθησομένας Id.1.90; to be reserved, πυρί 2 Ep.Pet.3.7.

German (Pape)

[Seite 1211] aufspeichern, sammeln u. aufbewahren; χρήματα Her. 2, 121; νεκρόν 2, 86; φάρμακα Xen. Cyr. 8, 2, 24; Folgde; pass. ῥὰξ εὖ τεθησαυρισμένη Soph. fr. 464; τεθησαυρισμένος φθόνος D. Sic. 20, 36. – Med., ἑαυτῷ ὑπομνήματα Plat. Phaedr. 367 d; Hdn. 1, 14, 5.

Greek (Liddell-Scott)

θησαυρίζω: θέτω ἐντὸς ἀποθήκης, ἀποθηκεύω, ἀποθέτω, ἐν ἀσφαληΐῃ θ. τὰ χρήματα Ἡρόδ. 2. 121, 1· θ. τὸν νεκρὸν ἐν οἰκήματι, τοποθετῶ αὐτόν, αὐτόθι 86· φάρμακα, σῖτα θ. παρ’ αὑτῷ Ξεν. Κύρ. 8. 2, 24, κτλ.· ἐπὶ καρπῶν, ἀποθηκεύω, διατηρῶ, βάλλω εἰς ἅλμην, καυλοὺς ἐν ἅλμῃ Θεοφρ. Ι. Φ. 6. 4, 12· τὸ ἔλαιον θ. τὰς ὀσμάς, διατηρεῖ αὐτάς, ὁ αὐτ. ἐν Αἰτ. Φυτ. 6. 19, 3· ἡ ἐβένη θ. τὴν χρόαν, διατηρεῖ τὸ χρῶμα της, ὁ αὐτ. Ι. Φ. 4. 4, 6. - Παθ., ῥὰξ εὖ τεθησαυρισμένη Σοφ. Ἀποσπ. 464· τὸ θησαυρισθὲν Συλλ. Ἐπιγρ. 5640. ΙΙ. 37. 2) μεταφ., θ. εὐτυχίαν, ἀποταμιεύειν εὐτυχίαν..., Ἀππ. Σαυνιτ. 4. 3· θ. χάριτας, ἀποταμιεύειν ἐν τῇ μνήμῃ, Διόδ. 1. 90. - Μέσ., ἀποταμιεύω δι’ ἐμαυτόν, ἑαυτῷ ὑπομνήματα Πλάτ. Φαίδρ. 276D, πρβλ. Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 244: - Παθ., τεθησαυρισμένος κατά τινος φθόνος Wess. Διόδ. 20. 36.

French (Bailly abrégé)

1 mettre en réserve, déposer dans un trésor;
2 mettre en réserve, conserver avec soin en gén. : νεκρὸν ἐν οἰκήματι HDT un mort dans sa maison;
Moy. θησαυρίζομαι mettre en réserve pour son usage, acc..
Étymologie: θησαυρός.