ἐμφαντικός: Difference between revisions
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
(6_11) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμφαντικός''': -ή, -όν, ὁ ἐμφαίνων, [[ἐκφραστικός]], [[μετὰ]] γεν., πάθους τινὸς ἐμφαντικὸν Πλούτ. 747Ε, 1010C: ἀπόλ., [[ἐκφραστικός]], [[ζωηρός]], ἡ δὲ [[παράκλησις]] ἦν [[αὐτοῦ]] βραχεῖα μέν, ἐμφαντικὴ δὲ καὶ [[γνώριμος]] τοῖς ἀκούουσιν Πολύβ. 18. 6, 2, Πλούτ. 1009Ε. Ἐπίρρ. -κῶς, ζωηρῶς, ἰσχυρῶς, [[μετὰ]] δυνάμεως, ἐπὶ ζωγράφων, Πλούτ. Ἄρατ. 32· ἐμφ. παρακαλεῖν Πολύβ. 11. 12, 1· συγκριτ. -ώτερον ὁ [[αὐτός]]· ὑπερθ. -ώτατα Φίλων 1. 50· ἐμφατικὸς [[εἶναι]] [[συνήθης]] δι. γρ., ἴδε Wyttenb. Πλούτ. 2. 104Β. | |lstext='''ἐμφαντικός''': -ή, -όν, ὁ ἐμφαίνων, [[ἐκφραστικός]], [[μετὰ]] γεν., πάθους τινὸς ἐμφαντικὸν Πλούτ. 747Ε, 1010C: ἀπόλ., [[ἐκφραστικός]], [[ζωηρός]], ἡ δὲ [[παράκλησις]] ἦν [[αὐτοῦ]] βραχεῖα μέν, ἐμφαντικὴ δὲ καὶ [[γνώριμος]] τοῖς ἀκούουσιν Πολύβ. 18. 6, 2, Πλούτ. 1009Ε. Ἐπίρρ. -κῶς, ζωηρῶς, ἰσχυρῶς, [[μετὰ]] δυνάμεως, ἐπὶ ζωγράφων, Πλούτ. Ἄρατ. 32· ἐμφ. παρακαλεῖν Πολύβ. 11. 12, 1· συγκριτ. -ώτερον ὁ [[αὐτός]]· ὑπερθ. -ώτατα Φίλων 1. 50· ἐμφατικὸς [[εἶναι]] [[συνήθης]] δι. γρ., ἴδε Wyttenb. Πλούτ. 2. 104Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />propre à signifier, significatif de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐμφαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ, όν,
A expressive, indicative, τινός of a thing, Ph.1.149, Plu.2.747e, 1010c, Demetr. Eloc.283, A.D.Pron.8.9, etc.; τῆς δικαιοσύνης -ωτάτη ἡ πεντάς Theol.Ar.27: abs., expressive, vivid, παράκλησις Plb.18.23.2, cf. Plu.2.1009e (Comp.), Ph.1.302 (Sup.). Adv. -κῶς vividly, forcibly, of a painter, Plu.Arat.32; ἐ. γράφεσθαι Plb.12.25g.2; τρανοῦν Ph.2.140: Comp. -ώτερον Plb.12.27.10: Sup. -ώτατα Ph.1.50: also -κῶς τοῦ κινδύνου setting forth the danger clearly, Plb.11.12.1.--ἐμφατικός (q. v.) is a common v.l.
German (Pape)
[Seite 819] ή, όν, = ἐμφατικός, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμφαντικός: -ή, -όν, ὁ ἐμφαίνων, ἐκφραστικός, μετὰ γεν., πάθους τινὸς ἐμφαντικὸν Πλούτ. 747Ε, 1010C: ἀπόλ., ἐκφραστικός, ζωηρός, ἡ δὲ παράκλησις ἦν αὐτοῦ βραχεῖα μέν, ἐμφαντικὴ δὲ καὶ γνώριμος τοῖς ἀκούουσιν Πολύβ. 18. 6, 2, Πλούτ. 1009Ε. Ἐπίρρ. -κῶς, ζωηρῶς, ἰσχυρῶς, μετὰ δυνάμεως, ἐπὶ ζωγράφων, Πλούτ. Ἄρατ. 32· ἐμφ. παρακαλεῖν Πολύβ. 11. 12, 1· συγκριτ. -ώτερον ὁ αὐτός· ὑπερθ. -ώτατα Φίλων 1. 50· ἐμφατικὸς εἶναι συνήθης δι. γρ., ἴδε Wyttenb. Πλούτ. 2. 104Β.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à signifier, significatif de, gén..
Étymologie: ἐμφαίνω.