φρονηματίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone

Source
(6_20)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''φρονημᾰτίζομαι''': Παθ., [[γίνομαι]] [[φρονηματίας]], [[ὑψηλόφρων]] ἢ ἀλαζών, Ἀριστ. Πολιτ. 2. 12, 5· φρονηματισθέντες ἐκ τῶν ἔργων [[αὐτόθι]] 8. 6, 11· πεφρονηματισμένοι διὰ τι [[αὐτόθι]] 3. 13, 19., 5. 7, 2· ἐπί τινι Πολύβ. 22. 8, 8, Διόδ.· φρον., ὅτι..., φρονῶ, [[νομίζω]], φαντάζομαι ὅτι..., Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 14. 48.
|lstext='''φρονημᾰτίζομαι''': Παθ., [[γίνομαι]] [[φρονηματίας]], [[ὑψηλόφρων]] ἢ ἀλαζών, Ἀριστ. Πολιτ. 2. 12, 5· φρονηματισθέντες ἐκ τῶν ἔργων [[αὐτόθι]] 8. 6, 11· πεφρονηματισμένοι διὰ τι [[αὐτόθι]] 3. 13, 19., 5. 7, 2· ἐπί τινι Πολύβ. 22. 8, 8, Διόδ.· φρον., ὅτι..., φρονῶ, [[νομίζω]], φαντάζομαι ὅτι..., Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 14. 48.
}}
{{bailly
|btext=s’enorgueillir.<br />'''Étymologie:''' [[φρόνημα]].
}}
}}

Revision as of 19:47, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρονημᾰτίζομαι Medium diacritics: φρονηματίζομαι Low diacritics: φρονηματίζομαι Capitals: ΦΡΟΝΗΜΑΤΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: phronēmatízomai Transliteration B: phronēmatizomai Transliteration C: fronimatizomai Beta Code: fronhmati/zomai

English (LSJ)

Pass.,

   A to become presumptuous, Arist.Pol.1274a13; φρονηματισθέντες ἐκ τῶν ἔργων ib.1341a30; πεφρονηματισμένοι διά τι ib.1284b2, cf. D.S.5.24; ἐπὶ τοῖς γεγονόσι Plb.21.25.8, D.S.9.2; c. dat., νίκῃ Id.12.48; πλῆθος τῶν -ισμένων ὡς ὁμοίων κατ' ἀρετήν Arist.Pol.1306b28; φ. ὅτι . . to get a notion that... Sch.Theoc.14.48.

Greek (Liddell-Scott)

φρονημᾰτίζομαι: Παθ., γίνομαι φρονηματίας, ὑψηλόφρων ἢ ἀλαζών, Ἀριστ. Πολιτ. 2. 12, 5· φρονηματισθέντες ἐκ τῶν ἔργων αὐτόθι 8. 6, 11· πεφρονηματισμένοι διὰ τι αὐτόθι 3. 13, 19., 5. 7, 2· ἐπί τινι Πολύβ. 22. 8, 8, Διόδ.· φρον., ὅτι..., φρονῶ, νομίζω, φαντάζομαι ὅτι..., Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 14. 48.

French (Bailly abrégé)

s’enorgueillir.
Étymologie: φρόνημα.