ἀταλαίπωρος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀταλαίπωρος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] κόπου ἤ ὑπομονῆς, [[ἀδιάφορος]],[[ἀμελής]], [[οὕτως]] ἀτ. τοῖς πολλοῖς ἡ [[ζήτησις]] τῆς ἀληθείας Θουκ. 1. 20· οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐπιρρ., [[οὕτως]] αὐτοῖς ἀταλαιπώρως ἡ [[ποίησις]] διέκειτο Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 250. ΙΙ. [[ἀνίκανος]] νὰ ὑποφέρῃ κόπους καὶ ταλαιπωρίας, Ἱππ. π. Ἀέρ. 280: ― Ἐπίρρ. -ρως Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389. Ὡσαύτως -πώρητος, ον [[Πολυδ]]. Δ΄, 28: ― Ἐπίρρ. -πωρήτως Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 204.
|lstext='''ἀταλαίπωρος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] κόπου ἤ ὑπομονῆς, [[ἀδιάφορος]],[[ἀμελής]], [[οὕτως]] ἀτ. τοῖς πολλοῖς ἡ [[ζήτησις]] τῆς ἀληθείας Θουκ. 1. 20· οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐπιρρ., [[οὕτως]] αὐτοῖς ἀταλαιπώρως ἡ [[ποίησις]] διέκειτο Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 250. ΙΙ. [[ἀνίκανος]] νὰ ὑποφέρῃ κόπους καὶ ταλαιπωρίας, Ἱππ. π. Ἀέρ. 280: ― Ἐπίρρ. -ρως Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389. Ὡσαύτως -πώρητος, ον [[Πολυδ]]. Δ΄, 28: ― Ἐπίρρ. -πωρήτως Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 204.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ne cause aucun souci, indifférent : τινι à qqn.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ταλαίπωρος]].
}}
}}

Revision as of 19:47, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτᾰλαίπωρος Medium diacritics: ἀταλαίπωρος Low diacritics: αταλαίπωρος Capitals: ΑΤΑΛΑΙΠΩΡΟΣ
Transliteration A: atalaípōros Transliteration B: atalaipōros Transliteration C: atalaiporos Beta Code: a)talai/pwros

English (LSJ)

ον,

   A not painstaking, οὕτως ἀ. τοῖς πολλοῖς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας Th.1.20. Adv. -ρως, οὕτως αὐτοῖς ἀ. ἡ ποίησις διέκειτο Ar.Fr.254; οὐκ ἀ. τινὰς χειροῦσθαι D.C.49.35; ἀ. διάγειν Ph.1.18; ἀ. ἀκούειν Simp.in Cael.143.16.    II of persons, not given to hard work, Hp.Aër.1; lazy, ἀνθρωπάρια Arr.Epict.1.29.55.    2 incapable of bearing fatigue, Prob. in Hp.Aër.21. Adv. -ρως without incurring fatigue, Id.Acut.33.    III of stagnant water, sluggish, Ruf. ap. Orib.5.3.1:—also ἀτακτ-πώρητος, ον, Poll.4.28; easy, Sor.2.11. Adv. -τως Hsch. s.v. ἀνοίκτως, Sch.E.Hec.204.

German (Pape)

[Seite 383] ohne Anstrengung, mühelos, nachlässig, οὕτως ἀτ. τοῖς πολλοῖς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας, sie kümmern sich so wenig darum, Thuc. 1, 20, was Arr. 6, 11, 8 nachahmt. – Adv. ἀταλαιπώρως, διέκειτο ἡ ποίησις Ar. B. A. 457, ῥᾳθύμως, ὀλιγώρως erkl.

Greek (Liddell-Scott)

ἀταλαίπωρος: -ον, ὁ ἄνευ κόπου ἤ ὑπομονῆς, ἀδιάφορος,ἀμελής, οὕτως ἀτ. τοῖς πολλοῖς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας Θουκ. 1. 20· οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐπιρρ., οὕτως αὐτοῖς ἀταλαιπώρως ἡ ποίησις διέκειτο Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 250. ΙΙ. ἀνίκανος νὰ ὑποφέρῃ κόπους καὶ ταλαιπωρίας, Ἱππ. π. Ἀέρ. 280: ― Ἐπίρρ. -ρως Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389. Ὡσαύτως -πώρητος, ον Πολυδ. Δ΄, 28: ― Ἐπίρρ. -πωρήτως Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 204.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne cause aucun souci, indifférent : τινι à qqn.
Étymologie: ἀ, ταλαίπωρος.