ἐπέλασις: Difference between revisions
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπέλᾰσις''': -εως, ἡ, [[ἔφοδος]] ἱππικοῦ, Πλουτ. Τιμολ. 27· ἐλεφάντων, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 31: - [[ὡσαύτως]] ἐπελᾰσία, ἡ, Διοδ. Ἀποσπ. 533. 46. | |lstext='''ἐπέλᾰσις''': -εως, ἡ, [[ἔφοδος]] ἱππικοῦ, Πλουτ. Τιμολ. 27· ἐλεφάντων, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 31: - [[ὡσαύτως]] ἐπελᾰσία, ἡ, Διοδ. Ἀποσπ. 533. 46. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />charge de cavalerie <i>ou</i> d’éléphants.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπελαύνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A charge, of cavalry, Arr.Tact.16.10 (pl.), al.; ποιεῖσθαι τὰς ἐ. Plu.Tim.27, cf. Jul.Or.2.60b, Agath.1.14, al.; of elephants, Luc. Hist.Conscr.31.
German (Pape)
[Seite 914] ἡ, das Anrücken gegen den Feind, der Angriff; der Reiterei, Plut. Timol. 27 u. öfter; der Elephanten, Luc. conscr. hist. 31; allgemein, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπέλᾰσις: -εως, ἡ, ἔφοδος ἱππικοῦ, Πλουτ. Τιμολ. 27· ἐλεφάντων, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 31: - ὡσαύτως ἐπελᾰσία, ἡ, Διοδ. Ἀποσπ. 533. 46.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
charge de cavalerie ou d’éléphants.
Étymologie: ἐπελαύνω.