ἐπιρρήσσω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος → in the great Doric island of Pelops

Source
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιρρήσσω''': Ἐπ. καὶ Ἰων. ἀντὶ [[ἐπιρράσσω]], [[σύρω]], σπρώχνω τι ἐπί τινος [[μετὰ]] δυνάμεως, περὶ μοχλοῦ ἢ ὀχέως, «σύρτου», ὃν μετεχειρίζοντο [[ὅπως]] κλειδώσωσι θύραν, θύρην δ’ ἔχε... [[ἐπιβλής]]..., τὸν [[τρεῖς]] μἐν ἐπιρρήσσεσκον Ἀχαιοί, [[τρεῖς]] δ’ ἀναοίγεσκον Ἰλ. Ω. 454, πρβλ. 456 καὶ ἴδε [[ἐπιρράσσω]]. 2) [[παρασύρω]] βιαίως, μεθ’ ὁρμῆς, ἐπὶ ἀνέμου, οἵ μιν ἐπιρρήσσουσιν Ὀππ. Ἁλ. 1. 634: - καὶ ἀμεταβ., ἐκρήγνυμαι, ἐπὶ ἀνέμου, Ἄρατ. 292.
|lstext='''ἐπιρρήσσω''': Ἐπ. καὶ Ἰων. ἀντὶ [[ἐπιρράσσω]], [[σύρω]], σπρώχνω τι ἐπί τινος [[μετὰ]] δυνάμεως, περὶ μοχλοῦ ἢ ὀχέως, «σύρτου», ὃν μετεχειρίζοντο [[ὅπως]] κλειδώσωσι θύραν, θύρην δ’ ἔχε... [[ἐπιβλής]]..., τὸν [[τρεῖς]] μἐν ἐπιρρήσσεσκον Ἀχαιοί, [[τρεῖς]] δ’ ἀναοίγεσκον Ἰλ. Ω. 454, πρβλ. 456 καὶ ἴδε [[ἐπιρράσσω]]. 2) [[παρασύρω]] βιαίως, μεθ’ ὁρμῆς, ἐπὶ ἀνέμου, οἵ μιν ἐπιρρήσσουσιν Ὀππ. Ἁλ. 1. 634: - καὶ ἀμεταβ., ἐκρήγνυμαι, ἐπὶ ἀνέμου, Ἄρατ. 292.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et ao.</i> itér;<br /><b>1</b> frapper violemment sur, acc. ; repousser avec force, pousser pour fermer;<br /><b>2</b> déchirer (un vêtement) acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], *[[ῥήσσω]], c. [[ῥήγνυμι]].
}}
}}

Revision as of 19:47, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιρρήσσω Medium diacritics: ἐπιρρήσσω Low diacritics: επιρρήσσω Capitals: ΕΠΙΡΡΗΣΣΩ
Transliteration A: epirrḗssō Transliteration B: epirrēssō Transliteration C: epirrisso Beta Code: e)pirrh/ssw

English (LSJ)

   A v. ἐπιρράσσω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρρήσσω: Ἐπ. καὶ Ἰων. ἀντὶ ἐπιρράσσω, σύρω, σπρώχνω τι ἐπί τινος μετὰ δυνάμεως, περὶ μοχλοῦ ἢ ὀχέως, «σύρτου», ὃν μετεχειρίζοντο ὅπως κλειδώσωσι θύραν, θύρην δ’ ἔχε... ἐπιβλής..., τὸν τρεῖς μἐν ἐπιρρήσσεσκον Ἀχαιοί, τρεῖς δ’ ἀναοίγεσκον Ἰλ. Ω. 454, πρβλ. 456 καὶ ἴδε ἐπιρράσσω. 2) παρασύρω βιαίως, μεθ’ ὁρμῆς, ἐπὶ ἀνέμου, οἵ μιν ἐπιρρήσσουσιν Ὀππ. Ἁλ. 1. 634: - καὶ ἀμεταβ., ἐκρήγνυμαι, ἐπὶ ἀνέμου, Ἄρατ. 292.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et ao. itér;
1 frapper violemment sur, acc. ; repousser avec force, pousser pour fermer;
2 déchirer (un vêtement) acc..
Étymologie: ἐπί, *ῥήσσω, c. ῥήγνυμι.