ἁπαλύνω: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(6_13a) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁπᾰλύνω''': μέλλ. ῠνῶ, (ἁπαλὸς) [[μαλακύνω]], [[μαλάσσω]], τοῦ ἵππου τὸ [[στόμα]], τὰς τρίχας Ξεν. Ἱππ. 5. 5: [[παχύνω]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἰσχναίνω]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 816. 2) καθιστῶ τι ἁπαλόν, τρυφερόν, τοὺς πόδας ὑποδήμασι Ξεν. Λακ. 2. 1, πρβλ. Ἱππ. 4. 5: ― Παθ. μαλακύνομαι, μαλάσσομαι, μεταφορ. Ἑβδ. (Βασιλ. Δ΄ κβ΄, 19΄, Ψαλμ. νδ΄, 21). | |lstext='''ἁπᾰλύνω''': μέλλ. ῠνῶ, (ἁπαλὸς) [[μαλακύνω]], [[μαλάσσω]], τοῦ ἵππου τὸ [[στόμα]], τὰς τρίχας Ξεν. Ἱππ. 5. 5: [[παχύνω]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἰσχναίνω]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 816. 2) καθιστῶ τι ἁπαλόν, τρυφερόν, τοὺς πόδας ὑποδήμασι Ξεν. Λακ. 2. 1, πρβλ. Ἱππ. 4. 5: ― Παθ. μαλακύνομαι, μαλάσσομαι, μεταφορ. Ἑβδ. (Βασιλ. Δ΄ κβ΄, 19΄, Ψαλμ. νδ΄, 21). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> amollir, assouplir;<br /><b>2</b> rendre tendre <i>ou</i> délicat.<br />'''Étymologie:''' [[ἁπαλός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῡ],
A soften, ἵππου τὸ στόμα, τὰς τρίχας, X.Eq.4.5, 5.5; make plump, opp. ἰσχναίνω, Hp.Art.50. 2 make tender or delicate, τοὺς πόδας ὑποδήμασι X.Lac.2.1:—Pass., to be softened, metaph., LXX4 Ki.22.19, Ps. 54(55).21.
German (Pape)
[Seite 277] erweichen, Hippocr.; Xen. re equ. 5, 5; verweichlichen, verzärteln, Xen. Lac. 2, 1; beruhigen, κῦμα άπαλύνεται γαλήνῃ Anacr. 44, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἁπᾰλύνω: μέλλ. ῠνῶ, (ἁπαλὸς) μαλακύνω, μαλάσσω, τοῦ ἵππου τὸ στόμα, τὰς τρίχας Ξεν. Ἱππ. 5. 5: παχύνω, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἰσχναίνω, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 816. 2) καθιστῶ τι ἁπαλόν, τρυφερόν, τοὺς πόδας ὑποδήμασι Ξεν. Λακ. 2. 1, πρβλ. Ἱππ. 4. 5: ― Παθ. μαλακύνομαι, μαλάσσομαι, μεταφορ. Ἑβδ. (Βασιλ. Δ΄ κβ΄, 19΄, Ψαλμ. νδ΄, 21).
French (Bailly abrégé)
1 amollir, assouplir;
2 rendre tendre ou délicat.
Étymologie: ἁπαλός.