ἀποματαΐζω: Difference between revisions
From LSJ
καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed
(6_13a) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποματαΐζω''': μέλλ. -ίσω, φέρομαι ἀπρεπῶς, [[πράττω]] ἄσεμνον πρᾶξιν, κατ’ εὐφημ. ἀντὶ τοῦ [[ἀποπέρδομαι]], ἐπάρας [δηλ. τὸ [[σκέλος]]] ἀπεματάϊσε Ἡρόδ. 2. 162, Φαβωρ. παρὰ Στοβ. 586. 43. | |lstext='''ἀποματαΐζω''': μέλλ. -ίσω, φέρομαι ἀπρεπῶς, [[πράττω]] ἄσεμνον πρᾶξιν, κατ’ εὐφημ. ἀντὶ τοῦ [[ἀποπέρδομαι]], ἐπάρας [δηλ. τὸ [[σκέλος]]] ἀπεματάϊσε Ἡρόδ. 2. 162, Φαβωρ. παρὰ Στοβ. 586. 43. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>euphém. p.</i> [[ἀποπέρδω]], lâcher un vent.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[μάταιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
A behave idly or unseemly, euphem. for ἀποπέρδω, Hdt. 2.162, Favor. ap. Stob.4.50.25; cf. ἀποματαιάσαι· ἐξευτελίσαι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 314] sich unanständig aufführen, Her. 2, 162, einen Wind streichen lassen, wie Stob. fl. 115. 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποματαΐζω: μέλλ. -ίσω, φέρομαι ἀπρεπῶς, πράττω ἄσεμνον πρᾶξιν, κατ’ εὐφημ. ἀντὶ τοῦ ἀποπέρδομαι, ἐπάρας [δηλ. τὸ σκέλος] ἀπεματάϊσε Ἡρόδ. 2. 162, Φαβωρ. παρὰ Στοβ. 586. 43.
French (Bailly abrégé)
euphém. p. ἀποπέρδω, lâcher un vent.
Étymologie: ἀπό, μάταιος.