ἀπολωτίζω: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπολωτίζω''': [[ἀπανθίζω]], [[ἀποδρέπω]], [[συλλέγω]] [[ἄνθη]]: [[καθόλου]], ἀποσπῶ, κόμας Εὐρ. Ι. Α. 793· [[ἀποτέμνω]], [[ὅταν]] τις ὡς λειμῶνος ἠρινοῦ στάχυν τόλμας ἀφαιρῇ κἀπολωτίζῃ νέους; ὁ αὐτ. Ἱκ. 449.
|lstext='''ἀπολωτίζω''': [[ἀπανθίζω]], [[ἀποδρέπω]], [[συλλέγω]] [[ἄνθη]]: [[καθόλου]], ἀποσπῶ, κόμας Εὐρ. Ι. Α. 793· [[ἀποτέμνω]], [[ὅταν]] τις ὡς λειμῶνος ἠρινοῦ στάχυν τόλμας ἀφαιρῇ κἀπολωτίζῃ νέους; ὁ αὐτ. Ἱκ. 449.
}}
{{bailly
|btext=déflorer ; arracher <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[λωτίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολωτίζω Medium diacritics: ἀπολωτίζω Low diacritics: απολωτίζω Capitals: ΑΠΟΛΩΤΙΖΩ
Transliteration A: apolōtízō Transliteration B: apolōtizō Transliteration C: apolotizo Beta Code: a)polwti/zw

English (LSJ)

   A = ἀπανθίζω, pluck off flowers: generally, pluck off, κόμας E.IA792; ἀ. νέους cut off the young, Id.Supp.449.

German (Pape)

[Seite 314] Blüthen abpflücken, Eur. Suppl. 465; übh. wegnehmen, κόμας I. A. 793.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολωτίζω: ἀπανθίζω, ἀποδρέπω, συλλέγω ἄνθη: καθόλου, ἀποσπῶ, κόμας Εὐρ. Ι. Α. 793· ἀποτέμνω, ὅταν τις ὡς λειμῶνος ἠρινοῦ στάχυν τόλμας ἀφαιρῇ κἀπολωτίζῃ νέους; ὁ αὐτ. Ἱκ. 449.

French (Bailly abrégé)

déflorer ; arracher en gén.
Étymologie: ἀπό, λωτίζω.