ἀπερίσκεπτος: Difference between revisions
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπερίσκεπτος''': -ον, ὁ μὴ σκεπτόμενος, μὴ έξετάζων τὰ πράγματα, [[ἐπιπόλαιος]], [[ἀστόχαστος]], Θουκ. 4. 108, Διον. Ἁλ. 6. 10. ― Ἐπίρ. -τως Θουκ. 4. 10., 6. 57. ― Συγκρ. -ότερον 6. 65. | |lstext='''ἀπερίσκεπτος''': -ον, ὁ μὴ σκεπτόμενος, μὴ έξετάζων τὰ πράγματα, [[ἐπιπόλαιος]], [[ἀστόχαστος]], Θουκ. 4. 108, Διον. Ἁλ. 6. 10. ― Ἐπίρ. -τως Θουκ. 4. 10., 6. 57. ― Συγκρ. -ότερον 6. 65. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />inconsidéré.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[περισκέπτομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A inconsiderate, thoughtless, Th.4.108, D.C.Fr.57.25. Adv.-τως Th.4.10,6.57, Ph.2.340, al., D.H.6.10: Comp. -ότερον Th.6.65, Chrysipp.Stoic.3.125. II Pass., uninvestigated, πολλὰ ἀ. καταλιπεῖν Ph.1.387.
German (Pape)
[Seite 288] unüberlegt, unbesonnen, ἐλπίς Thuc. 4, 108; comparat. 6, 65; Sp. oft, καὶ τολμηρός D. Hal. 6, 10; adv., καὶ ῥᾳθύμως 4, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερίσκεπτος: -ον, ὁ μὴ σκεπτόμενος, μὴ έξετάζων τὰ πράγματα, ἐπιπόλαιος, ἀστόχαστος, Θουκ. 4. 108, Διον. Ἁλ. 6. 10. ― Ἐπίρ. -τως Θουκ. 4. 10., 6. 57. ― Συγκρ. -ότερον 6. 65.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inconsidéré.
Étymologie: ἀ, περισκέπτομαι.