ἀποξύω: Difference between revisions
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποξύω''': [ῡ]: μέλλ. -ξύσω = [[ἀποξέω]], ἀφαιρῶ τι δι’ ἀποξέσεως, τὸν δ’ ἐπὶ τοῖς δένδροις προσεχόμενον [λίβανον] ἀποξύειν σιδήροις Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 4, 4˙ τὸν καττίτερον Συλλ. Ἐπιγρ. 1570.15, πρβλ. [[ἀποξύνω]]. 2) μεταφ., ἀφαιρῶ τι ὡς ἐὰν ἦτο δέρμα, [[γῆρας]] ἀποξύσας θήσειν νέον Ἰλ. Ι. 446˙ κόρυζαν ἀποξύσας (πιθαν. γραφ. ἀντὶ ἀπομύξας) Λουκ. Πλοῖον 45˙ τὸ ἐρυθριᾶν ἀπ. τοῦ προσώπου ὁ αὐτ. Βίων Πρᾶσ. 10˙ [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., ἀπέξυσται τὴν αἰδῶ τοῦ προσώπου Ἀλκίφρ. 3. 40. - Μέσ., Δίων Χρυσ. 1. 375˙ πρβλ. [[ἀποξέω]]. | |lstext='''ἀποξύω''': [ῡ]: μέλλ. -ξύσω = [[ἀποξέω]], ἀφαιρῶ τι δι’ ἀποξέσεως, τὸν δ’ ἐπὶ τοῖς δένδροις προσεχόμενον [λίβανον] ἀποξύειν σιδήροις Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 4, 4˙ τὸν καττίτερον Συλλ. Ἐπιγρ. 1570.15, πρβλ. [[ἀποξύνω]]. 2) μεταφ., ἀφαιρῶ τι ὡς ἐὰν ἦτο δέρμα, [[γῆρας]] ἀποξύσας θήσειν νέον Ἰλ. Ι. 446˙ κόρυζαν ἀποξύσας (πιθαν. γραφ. ἀντὶ ἀπομύξας) Λουκ. Πλοῖον 45˙ τὸ ἐρυθριᾶν ἀπ. τοῦ προσώπου ὁ αὐτ. Βίων Πρᾶσ. 10˙ [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., ἀπέξυσται τὴν αἰδῶ τοῦ προσώπου Ἀλκίφρ. 3. 40. - Μέσ., Δίων Χρυσ. 1. 375˙ πρβλ. [[ἀποξέω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=racler, gratter, acc. ; <i>fig.</i> ἀπ. [[γῆρας]] IL faire disparaître la vieillesse.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ξύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῡ], fut. -ξύσω,
A = ἀποξέω, scrape off, τι Thphr.HP9.4.4; τὸν καττίτερον IG7.303.15 (Oropus), cf. Dsc.5.79:—Med., φάρμακον D.Chr.32.44: abs., scrape oneself, Plin.HN34.62. 2 metaph., strip off as it were a skin, γῆρας ἀποξύσας θήσει νέον Il.9.446, cf. Nosti Fr.6; κόρυζαν ἀποξύσας (prob. f.l. for ἀπομύξας) Luc.Nav.45; τὸ ἐρυθριᾶν ἀ. τοῦ προσώπου v.l. in Id.Vit.Auct.10: so in Pass., ἀπέξυσται τὴν αἰδῶ τοῦ προσώπου Alciphr.3.40:—Med., scrape off, φάρμακον D.Chr.32.44.
German (Pape)
[Seite 318] = ἀποξέω, abschaben, abstreifen, γῆρας Il. 9, 446; glätten, Od. 6. 269 ἀποξύουσιν ἐρετμά (falsche Lesart ἀποξύνουσιν), 9, 326 ἀποξῦσαι δ' ἐκέλευσα (falsche Lesart ἀποξῦναι), s. Buttmann Lexilog. 2, 70 ff; μοχλόν Luc. D. M. 2, 10; κόρυζαν Navig. 45; τὸ ἐρυθριᾶν Vit. auct. 10; ἀπέξυσται τὴν αἰδῶ τοῦ προσώπου Alciphr. 3, 40.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποξύω: [ῡ]: μέλλ. -ξύσω = ἀποξέω, ἀφαιρῶ τι δι’ ἀποξέσεως, τὸν δ’ ἐπὶ τοῖς δένδροις προσεχόμενον [λίβανον] ἀποξύειν σιδήροις Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 4, 4˙ τὸν καττίτερον Συλλ. Ἐπιγρ. 1570.15, πρβλ. ἀποξύνω. 2) μεταφ., ἀφαιρῶ τι ὡς ἐὰν ἦτο δέρμα, γῆρας ἀποξύσας θήσειν νέον Ἰλ. Ι. 446˙ κόρυζαν ἀποξύσας (πιθαν. γραφ. ἀντὶ ἀπομύξας) Λουκ. Πλοῖον 45˙ τὸ ἐρυθριᾶν ἀπ. τοῦ προσώπου ὁ αὐτ. Βίων Πρᾶσ. 10˙ οὕτως ἐν τῷ παθ., ἀπέξυσται τὴν αἰδῶ τοῦ προσώπου Ἀλκίφρ. 3. 40. - Μέσ., Δίων Χρυσ. 1. 375˙ πρβλ. ἀποξέω.
French (Bailly abrégé)
racler, gratter, acc. ; fig. ἀπ. γῆρας IL faire disparaître la vieillesse.
Étymologie: ἀπό, ξύω.