ἀποχώρησις: Difference between revisions
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποχώρησις''': -εως, ἡ, τὸ ἀποχωρεῖν, ἀποσύρεσθαι, [[ὑποχώρησις]], Θουκ. 5. 73· [[οὐκέτι]] ἐς ἀναβολὰς ἐποιεῦντο τὴν ἀποχώρησιν Ἡρόδ. 8. 21· [[τόπος]] καταφυγῆς ἢ μέσα ἀσφαλείας, ὁ αὐτ. 8.76. ΙΙ. [[κένωσις]] ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[πλήρωσις]], ὁ [[τρόπος]] τῆς πληρώσεως ἀποχωρήσεώς τε Πλάτ. Τίμ. 65Α. 81Α. 2) [[κένωσις]], ἐπὶ τῶν ἐκκρινομένων ἀπὸ τοῦ σώματος, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1.18, 62· καὶ [[ἑπομένως]] [[ἀπόπατος]] Πλουτ. Λυκοῦργ. 20· πρβλ. ἀποχωρεῖν ἐπὶ τὰ ἀναγκαῖα Ξεν. Κύρ. 1. 6, 36. | |lstext='''ἀποχώρησις''': -εως, ἡ, τὸ ἀποχωρεῖν, ἀποσύρεσθαι, [[ὑποχώρησις]], Θουκ. 5. 73· [[οὐκέτι]] ἐς ἀναβολὰς ἐποιεῦντο τὴν ἀποχώρησιν Ἡρόδ. 8. 21· [[τόπος]] καταφυγῆς ἢ μέσα ἀσφαλείας, ὁ αὐτ. 8.76. ΙΙ. [[κένωσις]] ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[πλήρωσις]], ὁ [[τρόπος]] τῆς πληρώσεως ἀποχωρήσεώς τε Πλάτ. Τίμ. 65Α. 81Α. 2) [[κένωσις]], ἐπὶ τῶν ἐκκρινομένων ἀπὸ τοῦ σώματος, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1.18, 62· καὶ [[ἑπομένως]] [[ἀπόπατος]] Πλουτ. Λυκοῦργ. 20· πρβλ. ἀποχωρεῖν ἐπὶ τὰ ἀναγκαῖα Ξεν. Κύρ. 1. 6, 36. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> éloignement, retraite ; moyens de retraite, lieu de refuge;<br /><b>2</b> sécrétion.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποχωρέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A retreat, Th.5.73; ποιεῖσθαι ἀ. Hdt.8.21; place or means of safety, Th.8.76 (pl.); line of retreat, Aen.Tact.16.4. 2 death, Eun.VSp.469B. II voidance, opp. πλήρωσις, Pl.Ti.65a, 81a; esp. of excretions, Arist.GA726a21, al.; = ἀπόπατος 2, Plu.Lyc. 20.
German (Pape)
[Seite 337] ἡ, 1) das Ab-, Weggehen; Rückzug, Thuc. 5, 73. 8, 76; Xen. Cyr. 2, 4, 30 u. sonst; τὴν ἀποχώρησιν ποιεῖσθαι Pol. 3. 64, 7 u. öfter. – 2) Aussonderung, Ausleerung, Plat. Tim. 81 a; καὶ κένωσις 65 a; der Abtritt, Plut. Lyc. 20.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποχώρησις: -εως, ἡ, τὸ ἀποχωρεῖν, ἀποσύρεσθαι, ὑποχώρησις, Θουκ. 5. 73· οὐκέτι ἐς ἀναβολὰς ἐποιεῦντο τὴν ἀποχώρησιν Ἡρόδ. 8. 21· τόπος καταφυγῆς ἢ μέσα ἀσφαλείας, ὁ αὐτ. 8.76. ΙΙ. κένωσις ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ πλήρωσις, ὁ τρόπος τῆς πληρώσεως ἀποχωρήσεώς τε Πλάτ. Τίμ. 65Α. 81Α. 2) κένωσις, ἐπὶ τῶν ἐκκρινομένων ἀπὸ τοῦ σώματος, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1.18, 62· καὶ ἑπομένως ἀπόπατος Πλουτ. Λυκοῦργ. 20· πρβλ. ἀποχωρεῖν ἐπὶ τὰ ἀναγκαῖα Ξεν. Κύρ. 1. 6, 36.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 éloignement, retraite ; moyens de retraite, lieu de refuge;
2 sécrétion.
Étymologie: ἀποχωρέω.