ἀργυρικός: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀργῠρικός''': -ή, -όν, [[χρηματικός]], ἀργυρικὴ [[ζημία]], χρηματικὸν [[πρόστιμον]], Διόδ. 12. 21, Πλουτ. Σόλων 23.
|lstext='''ἀργῠρικός''': -ή, -όν, [[χρηματικός]], ἀργυρικὴ [[ζημία]], χρηματικὸν [[πρόστιμον]], Διόδ. 12. 21, Πλουτ. Σόλων 23.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne l’argent, pécuniaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠρικός Medium diacritics: ἀργυρικός Low diacritics: αργυρικός Capitals: ΑΡΓΥΡΙΚΟΣ
Transliteration A: argyrikós Transliteration B: argyrikos Transliteration C: argyrikos Beta Code: a)rguriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of, for, or in money: φόρος cash rental, AJA16.13 (Sardes, iv B.C.); ἀργυρικά, τά, taxes paid in money, ἀργυρικῶν πράκτωρ, πρακτορεία, BGU15 i 13 (ii A.D.), PLond.2.306 (ii A.D.); ζημίαι ἀ. IG22.1028.81 (i B.C.), cf. D.S.12.21, Plu.Sol.23; τέλος Str.11.13.8, cf. PRyl.133.16 (i A.D.), etc. Adv. ἀργυρικῶς ἢ σωματικῶς κολασθήσονται OGI664.17 (Egypt, i A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠρικός: -ή, -όν, χρηματικός, ἀργυρικὴ ζημία, χρηματικὸν πρόστιμον, Διόδ. 12. 21, Πλουτ. Σόλων 23.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne l’argent, pécuniaire.
Étymologie: ἄργυρος.