ἀπολογία: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπολογία''': ἡ, [[λόγος]] πρὸς ὑπεράσπισιν [[ἐναντίον]] κατηγορίας, [[ὑπεράσπισις]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν κατηγορίαν Ἀντιφῶν 142. 7, Θουκ. 3. 61, Πλάτ., κλ.· ἀπ. ποιεῖσθαι, ἀπολογεῖσθαι, Λυσ. 142. 23, Ἰσαῖος 62. 29, κλ.· τῶν κατηγορηθέντων τὸ μὴ λαβὸν ἀπολογίαν Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξεν. 41.
|lstext='''ἀπολογία''': ἡ, [[λόγος]] πρὸς ὑπεράσπισιν [[ἐναντίον]] κατηγορίας, [[ὑπεράσπισις]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν κατηγορίαν Ἀντιφῶν 142. 7, Θουκ. 3. 61, Πλάτ., κλ.· ἀπ. ποιεῖσθαι, ἀπολογεῖσθαι, Λυσ. 142. 23, Ἰσαῖος 62. 29, κλ.· τῶν κατηγορηθέντων τὸ μὴ λαβὸν ἀπολογίαν Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξεν. 41.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />défense, justification.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπόλογος]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολογία Medium diacritics: ἀπολογία Low diacritics: απολογία Capitals: ΑΠΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: apología Transliteration B: apologia Transliteration C: apologia Beta Code: a)pologi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A speech in defence, opp. κατηγορία, Antipho6.7, Th.3.61, Pl.Ap.28a, etc.; ἀ. ποιεῖσθαι to make a defence, Is.6.62; ἀ. ποιεῖσθαι τὸν ἑαυτοῦ βίον τῶν τοῦ πατρὸς ἀδικημάτων Lys.14.29; τῶν κατηγορηθέντων τὸ μὴ λαβὸν ἀπολογίαν Hyp.Eux.31; ἀ. τοῦ εὐαγγελίου Ep.Phil.1.16; expl. by πληροφορία, Hsch.

German (Pape)

[Seite 313] ἡ, die Vertheidigung, Schutzrede, -schrift, Thuc. 3, 61 Plat. Phaed. 63 d u. öfter; ἀπολογίαν ποιεῖσθαι ὅτι Dem. 49, 59; vgl. Lys. 14, 29.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολογία: ἡ, λόγος πρὸς ὑπεράσπισιν ἐναντίον κατηγορίας, ὑπεράσπισις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν κατηγορίαν Ἀντιφῶν 142. 7, Θουκ. 3. 61, Πλάτ., κλ.· ἀπ. ποιεῖσθαι, ἀπολογεῖσθαι, Λυσ. 142. 23, Ἰσαῖος 62. 29, κλ.· τῶν κατηγορηθέντων τὸ μὴ λαβὸν ἀπολογίαν Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξεν. 41.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
défense, justification.
Étymologie: ἀπόλογος.