ἀποσκηνόω: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποσκηνόω''': ἔχω ἢ τηρῶ τι [[μακράν]] τινος, ἀπεσκηνώκει μακρὰν τὰ ὦτα τῶν μουσῶν Πλούτ. 2. 334Β: ― Παθ., = [[ἀποσκηνέω]], ὁ αὐτ. 2. 627Α· ἀλλ. [[ὡσαύτως]], ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ὁ αὐτ. Εὐμ. 15, Δημήτρ. 9· (ἴδε [[ἀποσκηνέω]]). 2) [[μεταφέρω]] τὴν κατοικίαν μου, [[ἀλλάσσω]] κατοικίαν, Ἑβδ. (Γεν. ιγ΄, 18).
|lstext='''ἀποσκηνόω''': ἔχω ἢ τηρῶ τι [[μακράν]] τινος, ἀπεσκηνώκει μακρὰν τὰ ὦτα τῶν μουσῶν Πλούτ. 2. 334Β: ― Παθ., = [[ἀποσκηνέω]], ὁ αὐτ. 2. 627Α· ἀλλ. [[ὡσαύτως]], ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ὁ αὐτ. Εὐμ. 15, Δημήτρ. 9· (ἴδε [[ἀποσκηνέω]]). 2) [[μεταφέρω]] τὴν κατοικίαν μου, [[ἀλλάσσω]] κατοικίαν, Ἑβδ. (Γεν. ιγ΄, 18).
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />vivre à part, <i>fig.</i> être étranger à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπόσκηνος]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσκηνόω Medium diacritics: ἀποσκηνόω Low diacritics: αποσκηνόω Capitals: ΑΠΟΣΚΗΝΟΩ
Transliteration A: aposkēnóō Transliteration B: aposkēnoō Transliteration C: aposkinoo Beta Code: a)poskhno/w

English (LSJ)

   A keep apart from, τὰ ὦτα τῶν Μονσῶν Plu.2.334b: also intr. in Act., μακρὰν ἀ. τῶν ἰδίων Id.2.627a, cf. Eum.15, Demetr.9.    2 remove one's habitation, LXX Ge.13.18.

German (Pape)

[Seite 324] 1) entfernt sein Zelt aufschlagen, lagern, πόῤῥω ἀπεσκήνουν τῶν Ἑλλήνων Xen. An. 3, 4, 35; ἀπεσκήνωσε χωρίς Plut. Demetr. 9; μὴ ἀποσκήνου τῶν ἰδίων (wo man ἀποσκηνοῦ ändern will) Symp. 1, 9, 1; übertr., entfernt halten, ἀπεσκηνώκει τὰ ὦτα τῶν μουσῶν Alex. fort. 2, 1. – 2) aus dem Lager aufbrechen, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκηνόω: ἔχω ἢ τηρῶ τι μακράν τινος, ἀπεσκηνώκει μακρὰν τὰ ὦτα τῶν μουσῶν Πλούτ. 2. 334Β: ― Παθ., = ἀποσκηνέω, ὁ αὐτ. 2. 627Α· ἀλλ. ὡσαύτως, ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ὁ αὐτ. Εὐμ. 15, Δημήτρ. 9· (ἴδε ἀποσκηνέω). 2) μεταφέρω τὴν κατοικίαν μου, ἀλλάσσω κατοικίαν, Ἑβδ. (Γεν. ιγ΄, 18).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
vivre à part, fig. être étranger à, gén..
Étymologie: ἀπόσκηνος.