ἀστρονομικός: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀστρονομικός''': -ή, -όν, [[εἰδήμων]] τῆς ἀστρονομίας, τὸν τῷ ὄντι ἀστρονομικόν [[ὄντα]] Πλάτ. Πολ. 530Α, κτλ.· ἅτε [[ὄντα]] ἀστρονομικώτατον ὁ αὐτ. Τίμ. 27Α: τὰ ἀστρονομικά, τὰ τὴν ἀστρονομίαν ἀφορῶντα, Πρωτ. 315C: ― Ἐπίρρ. ἀστρονομικῶς [[Πολυδ]]. Δ΄, 16, ὑπερθ. ἀστρονομικώτατα Τζέτζ. Ἀλληγ. Ὁμ. ΙΙ. ἐπὶ ζητημάτων ἀνηκόντων εἰς τὴν ἀστρονομίαν, Πλάτ. Πρωτ. 315C.
|lstext='''ἀστρονομικός''': -ή, -όν, [[εἰδήμων]] τῆς ἀστρονομίας, τὸν τῷ ὄντι ἀστρονομικόν [[ὄντα]] Πλάτ. Πολ. 530Α, κτλ.· ἅτε [[ὄντα]] ἀστρονομικώτατον ὁ αὐτ. Τίμ. 27Α: τὰ ἀστρονομικά, τὰ τὴν ἀστρονομίαν ἀφορῶντα, Πρωτ. 315C: ― Ἐπίρρ. ἀστρονομικῶς [[Πολυδ]]. Δ΄, 16, ὑπερθ. ἀστρονομικώτατα Τζέτζ. Ἀλληγ. Ὁμ. ΙΙ. ἐπὶ ζητημάτων ἀνηκόντων εἰς τὴν ἀστρονομίαν, Πλάτ. Πρωτ. 315C.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne l’astronomie;<br /><b>2</b> versé dans l’astronomie.<br />'''Étymologie:''' [[ἀστρονομία]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστρονομικός Medium diacritics: ἀστρονομικός Low diacritics: αστρονομικός Capitals: ΑΣΤΡΟΝΟΜΙΚΟΣ
Transliteration A: astronomikós Transliteration B: astronomikos Transliteration C: astronomikos Beta Code: a)stronomiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A skilled in astronomy, Pl.R.530a, etc.; ἀστρονομικώτατον ἡμῶν Id.Ti.27a; τὰ -κά Thphr. Sign.I: Comp. -ώτερος Str.1.2.24. Adv. -κῶς Poll.4.16.    II of questions, pertaining to astronomy, Pl.Prt.315c.    III name of ninth sign of ἀποτελεσματογραφία, Paul.Al.M.4.

German (Pape)

[Seite 378] ὁ, Sternkundiger, Plat. Theaet. 145 a; im superlat. Tim. 27 a; τά, was sich auf die Sternkunde bezieht, Prot. 315 c. – Adv. -ικῶς, Poll. 4, 155.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστρονομικός: -ή, -όν, εἰδήμων τῆς ἀστρονομίας, τὸν τῷ ὄντι ἀστρονομικόν ὄντα Πλάτ. Πολ. 530Α, κτλ.· ἅτε ὄντα ἀστρονομικώτατον ὁ αὐτ. Τίμ. 27Α: τὰ ἀστρονομικά, τὰ τὴν ἀστρονομίαν ἀφορῶντα, Πρωτ. 315C: ― Ἐπίρρ. ἀστρονομικῶς Πολυδ. Δ΄, 16, ὑπερθ. ἀστρονομικώτατα Τζέτζ. Ἀλληγ. Ὁμ. ΙΙ. ἐπὶ ζητημάτων ἀνηκόντων εἰς τὴν ἀστρονομίαν, Πλάτ. Πρωτ. 315C.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne l’astronomie;
2 versé dans l’astronomie.
Étymologie: ἀστρονομία.