αὐθαίρετος: Difference between revisions
Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...
(6_19) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὐθαίρετος''': -ον, ὑφ’ [[ἑαυτοῦ]] ἐκλεχθείς, [[αὐτοχειροτόνητος]], στρατηγοὶ Ξεν. Ἀν. 5. 7, 29 (πρβλ. 28). ΙΙ. ὁ κατ’ ἰδίαν ἐκλογήν, ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]], Εὐρ. Ἱκ. 931· ἀνεξάρτητος, [[ἐλεύθερος]], [[εὐβουλία]] Θουκ. 1. 78. ΙΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὃ αὐτὸς αἱρεῖται, αὐτὸς προκαλεῖ εἰς ἑαυτόν, ἑκούσιον, θεληματικόν, τῶν δὲ πημονῶν [[μάλιστα]] λυποῦσ’ αἵ φανῶσ’ αὐθαίρετοι Σοφ. Ο. Τ. 1231· (ἐν τῷ ἐν Ο. Κ. 523 χωρίῳ τούτων δ’ αὐθαίρετον οὐδέν, τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτεῖ [[ἄλλην]] τινὰ λέξιν. Ὁ Ἕρμαννος προέτεινεν ἐθελητόν· ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ)· οὐκ αὐθαίρετοι βροτοῖς ἔρωτες Εὐρ. Ἀποσπ. 340· νόσοι δὲ θνητῶν αἱ μὲν εἰσ’ αὐθαίρετοι [[αὐτόθι]] 294· κίνδυνοι, [[δουλεία]] Θουκ. 1. 144., 6. 40· [[θάνατος]] Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 36· [[λύπη]], [[ἀτύχημα]], [[δυστύχημα]] Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 70, κτλ. Ἐπίρρ. -τως, ἀνεξαρτήτως, Λουκ. Ἀνάχ. 34. | |lstext='''αὐθαίρετος''': -ον, ὑφ’ [[ἑαυτοῦ]] ἐκλεχθείς, [[αὐτοχειροτόνητος]], στρατηγοὶ Ξεν. Ἀν. 5. 7, 29 (πρβλ. 28). ΙΙ. ὁ κατ’ ἰδίαν ἐκλογήν, ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]], Εὐρ. Ἱκ. 931· ἀνεξάρτητος, [[ἐλεύθερος]], [[εὐβουλία]] Θουκ. 1. 78. ΙΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὃ αὐτὸς αἱρεῖται, αὐτὸς προκαλεῖ εἰς ἑαυτόν, ἑκούσιον, θεληματικόν, τῶν δὲ πημονῶν [[μάλιστα]] λυποῦσ’ αἵ φανῶσ’ αὐθαίρετοι Σοφ. Ο. Τ. 1231· (ἐν τῷ ἐν Ο. Κ. 523 χωρίῳ τούτων δ’ αὐθαίρετον οὐδέν, τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτεῖ [[ἄλλην]] τινὰ λέξιν. Ὁ Ἕρμαννος προέτεινεν ἐθελητόν· ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ)· οὐκ αὐθαίρετοι βροτοῖς ἔρωτες Εὐρ. Ἀποσπ. 340· νόσοι δὲ θνητῶν αἱ μὲν εἰσ’ αὐθαίρετοι [[αὐτόθι]] 294· κίνδυνοι, [[δουλεία]] Θουκ. 1. 144., 6. 40· [[θάνατος]] Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 36· [[λύπη]], [[ἀτύχημα]], [[δυστύχημα]] Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 70, κτλ. Ἐπίρρ. -τως, ἀνεξαρτήτως, Λουκ. Ἀνάχ. 34. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> volontairement choisi ; volontaire, spontané (exil, servitude, mort, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> qui choisit <i>ou</i> agit de son plein gré, libre, indépendant;<br /><b>3</b> qui se choisit <i>ou</i> se désigne de lui-même;<br /><b>3</b> arbitraire.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[αἱρέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A self-chosen, self-elected, στρατηγοί X.An. 5.7.29; στεφανηφόρος voluntary, i.e. undertaking the duty at one's own expense, Ath.Mitt.36.159 (Syros, ii A. D.), cf. IG12(5).660,668; γυμνασίαρχος OGI583.8; συνήγορος POxy.1242.10. Adv. -τως Inscr.Magn.163.15, PLond. 2.280.7 (i A. D.). II by free choice, of one-self, E.Supp.931; αὐ. ἐξῆλθε 2 Ep.Cor.8.17; independent, free, εὐβουλία Th.1.78; ἡ τοῦ τέλους ἔφεσις οὐκ αὐ. Arist.EN1114b6. III of things, due to one's own choice, ὄλβος B.Fr.20; usu. of evils, self-incurred, πημοναί S.OT1231; οὐκ αὐθαίρετοι βροτοῖς ἔρωτες E.Fr.339; νόσοι . . αἱ μέν εἰσ' αὐ. ib.292.4; κίνδυνοι, δουλεία, Th.1.144, 6.40; θάνατος X.HG6.2.36; λῦπαι Men.634; δυστύχημα Id.618. Adv. -τως of free choice, LXX 2 Ma.6.19, al., Mitteis Chr.361 (iv A. D.); πείθεσθαί τινι Plu.Pel.24, independently, Luc.Anach.34.
Greek (Liddell-Scott)
αὐθαίρετος: -ον, ὑφ’ ἑαυτοῦ ἐκλεχθείς, αὐτοχειροτόνητος, στρατηγοὶ Ξεν. Ἀν. 5. 7, 29 (πρβλ. 28). ΙΙ. ὁ κατ’ ἰδίαν ἐκλογήν, ἀφ’ ἑαυτοῦ, Εὐρ. Ἱκ. 931· ἀνεξάρτητος, ἐλεύθερος, εὐβουλία Θουκ. 1. 78. ΙΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὃ αὐτὸς αἱρεῖται, αὐτὸς προκαλεῖ εἰς ἑαυτόν, ἑκούσιον, θεληματικόν, τῶν δὲ πημονῶν μάλιστα λυποῦσ’ αἵ φανῶσ’ αὐθαίρετοι Σοφ. Ο. Τ. 1231· (ἐν τῷ ἐν Ο. Κ. 523 χωρίῳ τούτων δ’ αὐθαίρετον οὐδέν, τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ ἄλλην τινὰ λέξιν. Ὁ Ἕρμαννος προέτεινεν ἐθελητόν· ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ)· οὐκ αὐθαίρετοι βροτοῖς ἔρωτες Εὐρ. Ἀποσπ. 340· νόσοι δὲ θνητῶν αἱ μὲν εἰσ’ αὐθαίρετοι αὐτόθι 294· κίνδυνοι, δουλεία Θουκ. 1. 144., 6. 40· θάνατος Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 36· λύπη, ἀτύχημα, δυστύχημα Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 70, κτλ. Ἐπίρρ. -τως, ἀνεξαρτήτως, Λουκ. Ἀνάχ. 34.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 volontairement choisi ; volontaire, spontané (exil, servitude, mort, etc.);
2 qui choisit ou agit de son plein gré, libre, indépendant;
3 qui se choisit ou se désigne de lui-même;
3 arbitraire.
Étymologie: αὐτός, αἱρέω.