ἀτμίζω: Difference between revisions
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
(6_13a) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀτμίζω''': μέλλ. -ίσω, πρκμ. ἤτμικα Ἀριστ. Προβλ. 22. 9: ― [[καπνίζω]], [[βωμός]] ἀτμίζων πυρὶ Σοφ. Ἀποσπ. 340· ἐπὶ ὕδατος, [[ἐκπέμπω]] ἀτμόν, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 15· [[καθόλου]], [[ἐκπέμπω]] ἀτμούς, «[[ἀτμίζω]]», ἐπὶ θερμοῦ κρέατος, ἥδιστον ἀτμ. Φερεκρ. ἐν Μεταλλεῦσι 1. 15· ― ἐπὶ τοῦ ἱδρῶτος, Ἱππ. Προγν. 38· ἐπὶ νεωστὶ ὠπτημένων πλίνθων, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 7, πρβλ. 10. 11. ΙΙ. [[γίνομαι]] [[ἀτμός]], εὑρίσκομαι ἐν ἀτμώδει καταστάσει, [[αὐτόθι]] 1. 13, 9., 2. 3, 28, κ. ἀλλ. | |lstext='''ἀτμίζω''': μέλλ. -ίσω, πρκμ. ἤτμικα Ἀριστ. Προβλ. 22. 9: ― [[καπνίζω]], [[βωμός]] ἀτμίζων πυρὶ Σοφ. Ἀποσπ. 340· ἐπὶ ὕδατος, [[ἐκπέμπω]] ἀτμόν, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 15· [[καθόλου]], [[ἐκπέμπω]] ἀτμούς, «[[ἀτμίζω]]», ἐπὶ θερμοῦ κρέατος, ἥδιστον ἀτμ. Φερεκρ. ἐν Μεταλλεῦσι 1. 15· ― ἐπὶ τοῦ ἱδρῶτος, Ἱππ. Προγν. 38· ἐπὶ νεωστὶ ὠπτημένων πλίνθων, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 7, πρβλ. 10. 11. ΙΙ. [[γίνομαι]] [[ἀτμός]], εὑρίσκομαι ἐν ἀτμώδει καταστάσει, [[αὐτόθι]] 1. 13, 9., 2. 3, 28, κ. ἀλλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés., ao.</i> ἤτμισα, <i>pf.</i> ἤτμικα;<br />jeter une vapeur.<br />'''Étymologie:''' [[ἀτμός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
pf.
A ἤτμικα Arist.Pr.930b36:—smoke, βωμὸς ἀτμίζων πυρί S.Fr.370; of water, steam, X.An.4.5.15: generally, emit vapour, of hot meat, ἥδιστον ἀ. Pherecr.108.15 codd. Ath. (ἀπατμ- edd.); of perspiration, interpol. post Hp.Prog.6; of fresh-burnt tiles, Arist.Mete. 383a24, cf. 388b32. II to be vaporized, ib.349b23,358b16,al.
German (Pape)
[Seite 387] dampfen, βωμὸς ἀτμίζων πυρί Soph. frg. 340; von einer heißen Quelle, Xen. An. 4, 5, 15; von gekochten Speisen, duften, Pherecrat. bei Ath. VI, 269 a; Arist. Meteor. 1, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτμίζω: μέλλ. -ίσω, πρκμ. ἤτμικα Ἀριστ. Προβλ. 22. 9: ― καπνίζω, βωμός ἀτμίζων πυρὶ Σοφ. Ἀποσπ. 340· ἐπὶ ὕδατος, ἐκπέμπω ἀτμόν, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 15· καθόλου, ἐκπέμπω ἀτμούς, «ἀτμίζω», ἐπὶ θερμοῦ κρέατος, ἥδιστον ἀτμ. Φερεκρ. ἐν Μεταλλεῦσι 1. 15· ― ἐπὶ τοῦ ἱδρῶτος, Ἱππ. Προγν. 38· ἐπὶ νεωστὶ ὠπτημένων πλίνθων, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 7, πρβλ. 10. 11. ΙΙ. γίνομαι ἀτμός, εὑρίσκομαι ἐν ἀτμώδει καταστάσει, αὐτόθι 1. 13, 9., 2. 3, 28, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
seul. prés., ao. ἤτμισα, pf. ἤτμικα;
jeter une vapeur.
Étymologie: ἀτμός.