ἀρραγής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρρᾰγής''': -ές, ([[ῥήγνυμι]]), ὁ μὴ ῥαγείς, ὁ μὴ θλασθείς, [[ὀστέον]] Ἱππ. π. τῶν ἐν Κεφ. Τρωμ. 903· [[σίδηρος]] Πλούτ. Δημήτρ. 21: τὸ ἀρραγές, ἡ μὴ ῥαγεῖσα [[ἐπιφάνεια]] Ἀριστ. Προβλ. 11. 7. 2) ἄρρηκτος, ὁ μὴ ῥηγνύμενος, τὰ δὲ ἀγάλματα γλύφουσιν ἐκ κέδρων... καὶ ἐκ τῶν ἐλαΐνων ριζῶν· ἀρραγεῖς γὰρ αὗται, [[διότι]] δὲν ῥαγίζονται, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 3, 7· [[τεῖχος]] Διον. Π. 1006. ΙΙ. ἀρραγὲς [[ὄμμα]], [[ὅπερ]] δὲν «ξεσπᾷ εἰς δάκρυα», «οὐ δακρῦον· ᾧ τρόπῳ φαμὲν κατερράγη μου [[δάκρυον]]» Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 847.)
|lstext='''ἀρρᾰγής''': -ές, ([[ῥήγνυμι]]), ὁ μὴ ῥαγείς, ὁ μὴ θλασθείς, [[ὀστέον]] Ἱππ. π. τῶν ἐν Κεφ. Τρωμ. 903· [[σίδηρος]] Πλούτ. Δημήτρ. 21: τὸ ἀρραγές, ἡ μὴ ῥαγεῖσα [[ἐπιφάνεια]] Ἀριστ. Προβλ. 11. 7. 2) ἄρρηκτος, ὁ μὴ ῥηγνύμενος, τὰ δὲ ἀγάλματα γλύφουσιν ἐκ κέδρων... καὶ ἐκ τῶν ἐλαΐνων ριζῶν· ἀρραγεῖς γὰρ αὗται, [[διότι]] δὲν ῥαγίζονται, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 3, 7· [[τεῖχος]] Διον. Π. 1006. ΙΙ. ἀρραγὲς [[ὄμμα]], [[ὅπερ]] δὲν «ξεσπᾷ εἰς δάκρυα», «οὐ δακρῦον· ᾧ τρόπῳ φαμὲν κατερράγη μου [[δάκρυον]]» Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 847.)
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />non brisé.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ῥήγνυμι]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρρᾰγής Medium diacritics: ἀρραγής Low diacritics: αρραγής Capitals: ΑΡΡΑΓΗΣ
Transliteration A: arragḗs Transliteration B: arragēs Transliteration C: arragis Beta Code: a)rragh/s

English (LSJ)

ές, (ῥήγνυμι)

   A unbroken, ὀστέον Hp.VC12; βάσεις, ἁρμοί, IG7.3073.103,117 (Lebad.); τάξις Ael.Tact.13.3; φάλαγξ Arr.Tact. 12.4; σίδηρος Plu.Demetr.21; τὸ ἀ. unbroken surface, Arist.Pr.899b20.    2 that cannot be rent or broken, ξύλα Thphr.HP5.5.6; τείχεα D.P.1006: metaph., πόνος παιδείας Ph.1.471 (Sup.); νοῦς Max. Tyr. 41.2; ὁμολογία Anatolian Studies p.39 (Sardes, v A. D.), cf. PLond. 1731.34.    II ἀ. ὄμμα an eye not bursting into tears, S.Fr.736.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρᾰγής: -ές, (ῥήγνυμι), ὁ μὴ ῥαγείς, ὁ μὴ θλασθείς, ὀστέον Ἱππ. π. τῶν ἐν Κεφ. Τρωμ. 903· σίδηρος Πλούτ. Δημήτρ. 21: τὸ ἀρραγές, ἡ μὴ ῥαγεῖσα ἐπιφάνεια Ἀριστ. Προβλ. 11. 7. 2) ἄρρηκτος, ὁ μὴ ῥηγνύμενος, τὰ δὲ ἀγάλματα γλύφουσιν ἐκ κέδρων... καὶ ἐκ τῶν ἐλαΐνων ριζῶν· ἀρραγεῖς γὰρ αὗται, διότι δὲν ῥαγίζονται, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 3, 7· τεῖχος Διον. Π. 1006. ΙΙ. ἀρραγὲς ὄμμα, ὅπερ δὲν «ξεσπᾷ εἰς δάκρυα», «οὐ δακρῦον· ᾧ τρόπῳ φαμὲν κατερράγη μου δάκρυον» Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 847.)

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
non brisé.
Étymologie: ἀ, ῥήγνυμι.