ἀστραγαλίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀστρᾰγαλίζω''': ἀστραγάλοις [[παίζω]], [[παίζω]] τὴν παιδιὰν τῶν ἀστραγάλων [[ἀναρρίπτω]] ἀστραγάλους, Πλάτ. Λύσ. 206Ε, Ἀλκ. Ι. 110Β· κωμικῶς, οἷς δὴ βασιλεὺς [[Κρόνος]] ἦν τὸ παλαιόν, ὅτε τοῖς ἄρτοις ἠστραγάλιζον, «ἔπαιζον ἀστραγάλους μὲ ψωμιά», Κρατῖνος ἐν «Πλούτοις» 2, πρβλ. Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφικτύοσι» 1. 14· [[ἀστραγαλίζω]] τινί, [[παίζω]] μετά τινος ἀστραγάλους, «Ἀρισταίν. 1. 23.
|lstext='''ἀστρᾰγαλίζω''': ἀστραγάλοις [[παίζω]], [[παίζω]] τὴν παιδιὰν τῶν ἀστραγάλων [[ἀναρρίπτω]] ἀστραγάλους, Πλάτ. Λύσ. 206Ε, Ἀλκ. Ι. 110Β· κωμικῶς, οἷς δὴ βασιλεὺς [[Κρόνος]] ἦν τὸ παλαιόν, ὅτε τοῖς ἄρτοις ἠστραγάλιζον, «ἔπαιζον ἀστραγάλους μὲ ψωμιά», Κρατῖνος ἐν «Πλούτοις» 2, πρβλ. Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφικτύοσι» 1. 14· [[ἀστραγαλίζω]] τινί, [[παίζω]] μετά τινος ἀστραγάλους, «Ἀρισταίν. 1. 23.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἠστραγάλιζον;<br />jouer aux osselets.<br />'''Étymologie:''' [[ἀστράγαλος]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστρᾰγαλίζω Medium diacritics: ἀστραγαλίζω Low diacritics: αστραγαλίζω Capitals: ΑΣΤΡΑΓΑΛΙΖΩ
Transliteration A: astragalízō Transliteration B: astragalizō Transliteration C: astragalizo Beta Code: a)stragali/zw

English (LSJ)

   A play with ἀστράγαλοι, Pl.Ly.206e, Alc.1.110b; ἀ. ἄρτοις Cratin.165, cf. Telecl.1.14.

German (Pape)

[Seite 376] mit ἀστραγάλοις spielen, knöcheln, Plat. Lys. 206 e; Cratin. bei Ath. VI, 267 e; τινί, mit Einem, Aristaen. 1, 23.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστρᾰγαλίζω: ἀστραγάλοις παίζω, παίζω τὴν παιδιὰν τῶν ἀστραγάλων ἀναρρίπτω ἀστραγάλους, Πλάτ. Λύσ. 206Ε, Ἀλκ. Ι. 110Β· κωμικῶς, οἷς δὴ βασιλεὺς Κρόνος ἦν τὸ παλαιόν, ὅτε τοῖς ἄρτοις ἠστραγάλιζον, «ἔπαιζον ἀστραγάλους μὲ ψωμιά», Κρατῖνος ἐν «Πλούτοις» 2, πρβλ. Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφικτύοσι» 1. 14· ἀστραγαλίζω τινί, παίζω μετά τινος ἀστραγάλους, «Ἀρισταίν. 1. 23.

French (Bailly abrégé)

impf. ἠστραγάλιζον;
jouer aux osselets.
Étymologie: ἀστράγαλος.