ἀφιππεύω: Difference between revisions
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(6_1) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀφιππεύω''': [[ἀπέρχομαι]] ἱππεύων, ξεκινῶ νὰ [[ὑπάγω]] που [[ἔφιππος]], Ξεν. Ἀν. 1. 5, 12, Διόδ. 2. 19: ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἡλιόδ. 4. 18. (Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 31 - 34). | |lstext='''ἀφιππεύω''': [[ἀπέρχομαι]] ἱππεύων, ξεκινῶ νὰ [[ὑπάγω]] που [[ἔφιππος]], Ξεν. Ἀν. 1. 5, 12, Διόδ. 2. 19: ― [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἡλιόδ. 4. 18. (Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 31 - 34). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=s’éloigner à cheval.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἱππεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
A ride off, away, or back, X.An.1.5.12, D.S.2.19, Plu.Arat.40:—also Med., Hld.4.18.
German (Pape)
[Seite 412] weg-, zurückreiten, Xen. An. 1, 5, 12; Plut. Arat. 40; med., Heliod. 4, 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφιππεύω: ἀπέρχομαι ἱππεύων, ξεκινῶ νὰ ὑπάγω που ἔφιππος, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 12, Διόδ. 2. 19: ― ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἡλιόδ. 4. 18. (Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 31 - 34).