καταστρώννυμι: Difference between revisions
Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt
(6_23) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταστρώννῡμι''': καὶ -ύω: μέλλ. -στρώσω: ἀόρ. παθ. -εστρώθην. Στρώνω [[κάτω]], κατὰ γῆς, ἁπλώνω [[ἄνωθεν]], [[ἐκτείνω]], [[καλύπτω]], τοὺς οἴκους ῥόδοις Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 9. 8· κλίνην κ. Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 491, 28·- Παθ., [[πεδίον]] νεκρῶν κατεστρώθη, ἐκ νεκρῶν, μὲ ν…, ἡ [[σύνταξις]] κατὰ τὸ ἐπληρώθη τινός, Διόδ. 14. 114· κανθήλιον κατεστρωμένον [[σκορπίων]] Στράβ. 660. ΙΙ. ὡς τὸ [[καταστορέννυμι]] ΙΙΙ., «στρώνω [[κάτω]]», [[καταβάλλω]], [[ἀποκτείνω]], [[φονεύω]], δάμαρτα καὶ παῖδ’ ἑνὶ κατέστρωσεν βέλει Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1000, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 3. 3, 64·- Παθ., ὡς δὲ Ἕλλησι κατέστρωντο οἱ βάρβαροι Ἡρόδ. 9, 76, πρβλ. 8, 53. | |lstext='''καταστρώννῡμι''': καὶ -ύω: μέλλ. -στρώσω: ἀόρ. παθ. -εστρώθην. Στρώνω [[κάτω]], κατὰ γῆς, ἁπλώνω [[ἄνωθεν]], [[ἐκτείνω]], [[καλύπτω]], τοὺς οἴκους ῥόδοις Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 9. 8· κλίνην κ. Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 491, 28·- Παθ., [[πεδίον]] νεκρῶν κατεστρώθη, ἐκ νεκρῶν, μὲ ν…, ἡ [[σύνταξις]] κατὰ τὸ ἐπληρώθη τινός, Διόδ. 14. 114· κανθήλιον κατεστρωμένον [[σκορπίων]] Στράβ. 660. ΙΙ. ὡς τὸ [[καταστορέννυμι]] ΙΙΙ., «στρώνω [[κάτω]]», [[καταβάλλω]], [[ἀποκτείνω]], [[φονεύω]], δάμαρτα καὶ παῖδ’ ἑνὶ κατέστρωσεν βέλει Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1000, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 3. 3, 64·- Παθ., ὡς δὲ Ἕλλησι κατέστρωντο οἱ βάρβαροι Ἡρόδ. 9, 76, πρβλ. 8, 53. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> κατέστρωσα;<br /><b>1</b> <i>avec double rég.</i> joncher : οἶκον ῥόδοις ÉL une maison de roses;<br /><b>2</b> jeter à terre, abattre.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[στρώννυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
also καταστρωννύω LXX Jb.12.23, Mitteis Chr.31 viii 18 (ii B.C.): fut. -στρώσω:—Pass., fut. -
A στρωθήσομαι LXX Ju.7.14: aor. -εστρώθην (v. infr.):—spread out, κλίνην Hierocl.p.63 A. II spread over, cover, οἶκον . . ῥόδοις Ael.VH9.8:—Pass., πεδίον νεκρῶν κατεστρώθη was strewed with... D.S.14.114; σκορπίων κανθήλιον -εστρωμένον Str.14.2.26. III lay low, δάμαρτα καὶ παῖδ' ἑνὶ κατέστρωσεν βέλει E.HF1000, cf. X. Cyr.3.3.64:—Pass., ὡς δὲ Ἕλλησι κατέστρωντο οἱ βάρβαροι Hdt.9.76, cf. 8.53, 1 Ep.Cor.10.5. IV layer, in Pass. of vines, Gp.5.17.11. 2 βοτάνιον κατὰ τοῦ ἐδάφους -εστρωμένον prostrate, Dsc. 2.130.
Greek (Liddell-Scott)
καταστρώννῡμι: καὶ -ύω: μέλλ. -στρώσω: ἀόρ. παθ. -εστρώθην. Στρώνω κάτω, κατὰ γῆς, ἁπλώνω ἄνωθεν, ἐκτείνω, καλύπτω, τοὺς οἴκους ῥόδοις Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 9. 8· κλίνην κ. Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 491, 28·- Παθ., πεδίον νεκρῶν κατεστρώθη, ἐκ νεκρῶν, μὲ ν…, ἡ σύνταξις κατὰ τὸ ἐπληρώθη τινός, Διόδ. 14. 114· κανθήλιον κατεστρωμένον σκορπίων Στράβ. 660. ΙΙ. ὡς τὸ καταστορέννυμι ΙΙΙ., «στρώνω κάτω», καταβάλλω, ἀποκτείνω, φονεύω, δάμαρτα καὶ παῖδ’ ἑνὶ κατέστρωσεν βέλει Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1000, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 3. 3, 64·- Παθ., ὡς δὲ Ἕλλησι κατέστρωντο οἱ βάρβαροι Ἡρόδ. 9, 76, πρβλ. 8, 53.
French (Bailly abrégé)
ao. κατέστρωσα;
1 avec double rég. joncher : οἶκον ῥόδοις ÉL une maison de roses;
2 jeter à terre, abattre.
Étymologie: κατά, στρώννυμι.