ἀχίτων: Difference between revisions
From LSJ
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀχίτων''': [ῐ], -ον, γεν. -ωνος, ὁ [[ἄνευ]] χιτῶνος, δηλ. φορῶν μόνον τὸ [[ἱμάτιον]], περὶ τοῦ Σωκράτους, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 2· οὕτω καὶ περὶ τοῦ Ἀγησιλάου, Αἰλ. Π. Ἱστ. 7. 13, Πλούτ. 2. 21. 210Β. πρβλ. 276G· περὶ Κλεάνθους τοῦ κυνικοῦ, Διογ. Λ. 7. 169· περὶ τοῦ Γέλωνος, ἀχ. ἐν ἱματίῳ Διόδ. 11. 26. | |lstext='''ἀχίτων''': [ῐ], -ον, γεν. -ωνος, ὁ [[ἄνευ]] χιτῶνος, δηλ. φορῶν μόνον τὸ [[ἱμάτιον]], περὶ τοῦ Σωκράτους, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 2· οὕτω καὶ περὶ τοῦ Ἀγησιλάου, Αἰλ. Π. Ἱστ. 7. 13, Πλούτ. 2. 21. 210Β. πρβλ. 276G· περὶ Κλεάνθους τοῦ κυνικοῦ, Διογ. Λ. 7. 169· περὶ τοῦ Γέλωνος, ἀχ. ἐν ἱματίῳ Διόδ. 11. 26. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ωνος;<br />sans tunique, <i>càd</i> qui ne porte que l’ [[ἱμάτιον]].<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[χιτών]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῐ], ον, gen. ωνος,
A without tunic, i.e. wearing the ἱμάτιον only, of Socrates, X.Mem.1.6.2; of Agesilaus, Ael.VH7.13, Plu.2.210b, cf. 276c; of Cleanthes the Stoic, D.L.7.169; of Gelon, ἀ. ἐν ἱματίῳ D.S.11.26.
German (Pape)
[Seite 418] ωνος, Xen. Mem. 1, 6, 2; Plut. Coriol. 14; bes. von den Cynikern, die im bloßen Mantel gehen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχίτων: [ῐ], -ον, γεν. -ωνος, ὁ ἄνευ χιτῶνος, δηλ. φορῶν μόνον τὸ ἱμάτιον, περὶ τοῦ Σωκράτους, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 2· οὕτω καὶ περὶ τοῦ Ἀγησιλάου, Αἰλ. Π. Ἱστ. 7. 13, Πλούτ. 2. 21. 210Β. πρβλ. 276G· περὶ Κλεάνθους τοῦ κυνικοῦ, Διογ. Λ. 7. 169· περὶ τοῦ Γέλωνος, ἀχ. ἐν ἱματίῳ Διόδ. 11. 26.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ωνος;
sans tunique, càd qui ne porte que l’ ἱμάτιον.
Étymologie: ἀ, χιτών.