ἀφραδής: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀφρᾰδής''': -ές, (φράζομαι) [[ἀνόητος]], [[ἀσύνετος]], [[ἀστόχαστος]], μνηστῆρες Ὀδ. Β. 282· ἐπὶ τῶν νεκρῶν, [[ἀναίσθητος]], Λ. 476. ― Ἐπίρρ. ἀφραδέως, ἀσυνέτως, ἀνοήτως, ἀπερισκέπτως, Ἰλ. Γ. 436, κτλ. | |lstext='''ἀφρᾰδής''': -ές, (φράζομαι) [[ἀνόητος]], [[ἀσύνετος]], [[ἀστόχαστος]], μνηστῆρες Ὀδ. Β. 282· ἐπὶ τῶν νεκρῶν, [[ἀναίσθητος]], Λ. 476. ― Ἐπίρρ. ἀφραδέως, ἀσυνέτως, ἀνοήτως, ἀπερισκέπτως, Ἰλ. Γ. 436, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> privé de sentiment;<br /><b>2</b> insensé.<br />'''Étymologie:''' ἀ, φράζομαι. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
ές, (φράζομαι)
A insensate, reckless, μνηστῆρες ib.2.282, cf. Nonn.D.5.349; of the dead, without sense, senseless, Od.11.476. Adv. ἀφραδέως senselessly, recklessly, Il.3.436, etc.
German (Pape)
[Seite 414] ές, unüberlegt, unbesonnen, Od. 2, 282; νεκροί, besinnungslos, 11, 476. – Adv. ἀφραδέως, unüberlegter, thörichter Weise, Il. 3, 436 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφρᾰδής: -ές, (φράζομαι) ἀνόητος, ἀσύνετος, ἀστόχαστος, μνηστῆρες Ὀδ. Β. 282· ἐπὶ τῶν νεκρῶν, ἀναίσθητος, Λ. 476. ― Ἐπίρρ. ἀφραδέως, ἀσυνέτως, ἀνοήτως, ἀπερισκέπτως, Ἰλ. Γ. 436, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 privé de sentiment;
2 insensé.
Étymologie: ἀ, φράζομαι.