βόμβυξ: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(6_22)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βόμβυξ''': -ῡκος, ὁ, μεταξοσκώληξ, [[εἶδος]] τοιαύτης κάμπης (πρβλ. βομβυλιὸς 1. 2), Ἀριστ. Ἱ. Ζ. παρ’ Ἀθην. 352F. 2) [[μέταξα]] ἢ μεταξοειδὴς κλωστή, Ἀλκίφρων 1. 39. ΙΙ. [[εἶδος]] αὐλοῦ, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55, πρβλ. Ἀριστ. Μεταφ. 13. 6, 8, [[Πολυδ]]. Δ΄, 82· ἢ [[μέρος]] αὐλοῦ, [[αὐτόθι]] 70. ― Ἐντεῦθεν [[βομβυκίας]] κάλαμος Θεόφρ. Ι. Φ. 4. 11, 3· ἴδε Chapell Hist. of Anc. Mus. σ. 268 κἑξ. παρ’ Ἀριστ. Ἀκουσμ. 11, 11, ὁ [[λάρυγξ]] τῶν πτηνῶν. ΙΙΙ. παρὰ Λάκωσι, = [[στάμνος]] Α. Β. 1354.
|lstext='''βόμβυξ''': -ῡκος, ὁ, μεταξοσκώληξ, [[εἶδος]] τοιαύτης κάμπης (πρβλ. βομβυλιὸς 1. 2), Ἀριστ. Ἱ. Ζ. παρ’ Ἀθην. 352F. 2) [[μέταξα]] ἢ μεταξοειδὴς κλωστή, Ἀλκίφρων 1. 39. ΙΙ. [[εἶδος]] αὐλοῦ, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55, πρβλ. Ἀριστ. Μεταφ. 13. 6, 8, [[Πολυδ]]. Δ΄, 82· ἢ [[μέρος]] αὐλοῦ, [[αὐτόθι]] 70. ― Ἐντεῦθεν [[βομβυκίας]] κάλαμος Θεόφρ. Ι. Φ. 4. 11, 3· ἴδε Chapell Hist. of Anc. Mus. σ. 268 κἑξ. παρ’ Ἀριστ. Ἀκουσμ. 11, 11, ὁ [[λάρυγξ]] τῶν πτηνῶν. ΙΙΙ. παρὰ Λάκωσι, = [[στάμνος]] Α. Β. 1354.
}}
{{bailly
|btext=υκος (ὁ) :<br />insecte <i>ou</i> instrument bourdonnant ; flûte.<br />'''Étymologie:''' [[βόμβος]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βόμβυξ Medium diacritics: βόμβυξ Low diacritics: βόμβυξ Capitals: ΒΟΜΒΥΞ
Transliteration A: bómbyx Transliteration B: bombyx Transliteration C: vomvyks Beta Code: bo/mbuc

English (LSJ)

ῡκος, ὁ,

   A silk-worm, Arist.HA ap.Ath.7.352f.    b insect like a wasp, Hsch.    2 silk garment, Alciphr.1.39.    II deeptoned flute, A.Fr.57.3, Arist.Aud.800b25, Poll.4.82, Plu.2.713a.    2 cap of a flute, Poll.4.70.    3 lowest note on the flute, Arist.Metaph. 1093b3:—hence Comp. βομβυκέστερος, deeper in tone, Nicom.Harm. 11.    III Lacon., = στάμνος, Hsch., AB1354.

German (Pape)

[Seite 453] υκος, ὁ, 1) Seidenraupe, Arist. bei Ath. VIII, 352 f; bei Alciphr. 1, 39 die Seide selbst. – 2) Nach Poll. 4, 70. 82 ein Theil der Flöte, u. eine Art Flöte selbst, Aesch. frg. 54; vgl. Plut. Symp. 7, 8, 4, neben πολυχορδίαι, von rauschenden Blaseinstrumenten. – 3) die Luftröhre der Vögel, Arist.

Greek (Liddell-Scott)

βόμβυξ: -ῡκος, ὁ, μεταξοσκώληξ, εἶδος τοιαύτης κάμπης (πρβλ. βομβυλιὸς 1. 2), Ἀριστ. Ἱ. Ζ. παρ’ Ἀθην. 352F. 2) μέταξα ἢ μεταξοειδὴς κλωστή, Ἀλκίφρων 1. 39. ΙΙ. εἶδος αὐλοῦ, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55, πρβλ. Ἀριστ. Μεταφ. 13. 6, 8, Πολυδ. Δ΄, 82· ἢ μέρος αὐλοῦ, αὐτόθι 70. ― Ἐντεῦθεν βομβυκίας κάλαμος Θεόφρ. Ι. Φ. 4. 11, 3· ἴδε Chapell Hist. of Anc. Mus. σ. 268 κἑξ. παρ’ Ἀριστ. Ἀκουσμ. 11, 11, ὁ λάρυγξ τῶν πτηνῶν. ΙΙΙ. παρὰ Λάκωσι, = στάμνος Α. Β. 1354.

French (Bailly abrégé)

υκος (ὁ) :
insecte ou instrument bourdonnant ; flûte.
Étymologie: βόμβος.