βεβαίωσις: Difference between revisions

From LSJ

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βεβαίωσις''': -εως, ἡ, [[ἐπικύρωσις]], β. γνώμης Θουκ. 1. 140, πρβλ. 4. 87, Αἰσχίν. 89. 17· εἰς β., πρὸς ἐπιβεβαίωσιν, διὰ νὰ ὑπάρχῃ [[βεβαιότης]], Ἑβδ. (Λευ. 25. 23). 2) περὶ τῆς δικανικῆς σημασίας, ἴδε [[βεβαιόω]]. Ι. 3.
|lstext='''βεβαίωσις''': -εως, ἡ, [[ἐπικύρωσις]], β. γνώμης Θουκ. 1. 140, πρβλ. 4. 87, Αἰσχίν. 89. 17· εἰς β., πρὸς ἐπιβεβαίωσιν, διὰ νὰ ὑπάρχῃ [[βεβαιότης]], Ἑβδ. (Λευ. 25. 23). 2) περὶ τῆς δικανικῆς σημασίας, ἴδε [[βεβαιόω]]. Ι. 3.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de consolider, d’affermir;<br /><b>2</b> action de rendre assuré <i>ou</i> certain.<br />'''Étymologie:''' [[βεβαιόω]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βεβαίωσις Medium diacritics: βεβαίωσις Low diacritics: βεβαίωσις Capitals: ΒΕΒΑΙΩΣΙΣ
Transliteration A: bebaíōsis Transliteration B: bebaiōsis Transliteration C: vevaiosis Beta Code: bebai/wsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A confirmation, β. γνώμης Th.1.140, cf. 4.87, Demetr. Lac.Herc.1012.38F., Ph.1.486, al., D.H.Rh.10.18, Hermog.Prog. 5; εἰς β. in perpetuity, ἡ γῆ οὐ πραθήσεται εἰς β. LXX Le.25.23.    2 legal warranty, Aeschin.3.249 (pl.), PTeb.311.27 (ii A. D.), etc.; βεβαιώσεως δίκη Poll.8.34.

German (Pape)

[Seite 440] ἡ, Bestätigung, Bekräftigung, γνώμης Thuc. 1, 140; συμβολαίων Plut. Sol. 14; – βεβαιώσεως δίκη Poll. 8, 34; vgl. Meier att. Proceß S. 515.

Greek (Liddell-Scott)

βεβαίωσις: -εως, ἡ, ἐπικύρωσις, β. γνώμης Θουκ. 1. 140, πρβλ. 4. 87, Αἰσχίν. 89. 17· εἰς β., πρὸς ἐπιβεβαίωσιν, διὰ νὰ ὑπάρχῃ βεβαιότης, Ἑβδ. (Λευ. 25. 23). 2) περὶ τῆς δικανικῆς σημασίας, ἴδε βεβαιόω. Ι. 3.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de consolider, d’affermir;
2 action de rendre assuré ou certain.
Étymologie: βεβαιόω.