βλωμός: Difference between revisions
From LSJ
τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βλωμός''': ὁ, = [[ψωμός]], [[τεμάχιον]] ἄρτου, "βουκιά", Καλλ. Ἀποσπ. 240· πρβλ. [[ὀκτάβλωμος]]· ― ὑποκορ. βλωμίδιον, τό, Εὐστ. 1817. 55. Παρὰ Φιλήμ. ἐν Ἀθην. 114Ε, βλωμιαῖοι ἄρτοι [[εἶναι]] ἡ πιθ. γραφ., τὸ Λατ. quadrati. | |lstext='''βλωμός''': ὁ, = [[ψωμός]], [[τεμάχιον]] ἄρτου, "βουκιά", Καλλ. Ἀποσπ. 240· πρβλ. [[ὀκτάβλωμος]]· ― ὑποκορ. βλωμίδιον, τό, Εὐστ. 1817. 55. Παρὰ Φιλήμ. ἐν Ἀθην. 114Ε, βλωμιαῖοι ἄρτοι [[εἶναι]] ἡ πιθ. γραφ., τὸ Λατ. quadrati. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />morceau, <i>particul.</i> morceau de pain.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue, pê influence de [[ψωμός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A = ψωμός, morsel of bread, Call.Fr.240; cf. ὀκτάβλωμος: —Dim. βλωμ-ίδιον, τό, Eust.1817.55: βλωμιαῖοι ἄρτοι prob. l. in Philem.Gloss. ap. Ath.<*>.114e. II βλωμοί· στραβοί, Hsch.
German (Pape)
[Seite 450] ὁ (βάλλω?), = ψωμός, ὁ, ein Bissen, bes. von Brot, VLL.; Call. frg. 240. Vgl. ὀκτάβλωμος.
Greek (Liddell-Scott)
βλωμός: ὁ, = ψωμός, τεμάχιον ἄρτου, "βουκιά", Καλλ. Ἀποσπ. 240· πρβλ. ὀκτάβλωμος· ― ὑποκορ. βλωμίδιον, τό, Εὐστ. 1817. 55. Παρὰ Φιλήμ. ἐν Ἀθην. 114Ε, βλωμιαῖοι ἄρτοι εἶναι ἡ πιθ. γραφ., τὸ Λατ. quadrati.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
morceau, particul. morceau de pain.
Étymologie: DELG étym. inconnue, pê influence de ψωμός.