βαλανάγρα: Difference between revisions
From LSJ
(6_9) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βᾰλᾰνάγρα''': ἡ, [[κλειδίον]] τι ἢ [[ἄγκιστρον]] πρὸς ἐξαγωγὴν τῆς βαλάνου, [[ὁπότε]] ἡ [[θύρα]] ἠνοίγετο (ἴδε [[βάλανος]] ΙΙ. 3), Ἡρόδ. 3. 155. Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 29· - παρὰ Πολυβ. 7. 16, 5, κατὰ τὸ φαινόμενον, -[[βάλανος]] ΙΙ. 3. | |lstext='''βᾰλᾰνάγρα''': ἡ, [[κλειδίον]] τι ἢ [[ἄγκιστρον]] πρὸς ἐξαγωγὴν τῆς βαλάνου, [[ὁπότε]] ἡ [[θύρα]] ἠνοίγετο (ἴδε [[βάλανος]] ΙΙ. 3), Ἡρόδ. 3. 155. Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 29· - παρὰ Πολυβ. 7. 16, 5, κατὰ τὸ φαινόμενον, -[[βάλανος]] ΙΙ. 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />clef <i>ou</i> crochet pour pousser un verrou.<br />'''Étymologie:''' [[βάλανος]], [[ἀγρέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A key or hook for pulling out the βάλανος 11.4, Hdt. 3.155, X.HG5.2.29, Aen.Tact.18.9: in pl., = βάλανος 11.4, Plb.7.16.5, Them.Or.26.315d.
German (Pape)
[Seite 428] ἡ, 1) Schlüssel, der die βάλανος, w. m. s., heraushebt, Her. 3, 155; Xen. Hell. 5, 2, 29. – 2) das Thürschloß, Pol. 7, 16; Plut. Symp. 7, 5, 3.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰλᾰνάγρα: ἡ, κλειδίον τι ἢ ἄγκιστρον πρὸς ἐξαγωγὴν τῆς βαλάνου, ὁπότε ἡ θύρα ἠνοίγετο (ἴδε βάλανος ΙΙ. 3), Ἡρόδ. 3. 155. Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 29· - παρὰ Πολυβ. 7. 16, 5, κατὰ τὸ φαινόμενον, -βάλανος ΙΙ. 3.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
clef ou crochet pour pousser un verrou.
Étymologie: βάλανος, ἀγρέω.