βρίζα: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(6_11) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βρίζα''': ἡ, σιτηρόν τι ἐν Θράκῃ καὶ Μακεδονίᾳ ἔτι καὶ νῦν καλούμενον οὕτω, τοῦ [[αὐτοῦ]] εἴδους μὲ τὸ καλούμενον [[τίφη]], Γαλην. (Ἡ [[λέξις]] φαίνεται οὖσα Αἰολικὴ ἀντὶ τοῦ [[ῥίζα]], Γρηγ. Κορ. σ. 576.) | |lstext='''βρίζα''': ἡ, σιτηρόν τι ἐν Θράκῃ καὶ Μακεδονίᾳ ἔτι καὶ νῦν καλούμενον οὕτω, τοῦ [[αὐτοῦ]] εἴδους μὲ τὸ καλούμενον [[τίφη]], Γαλην. (Ἡ [[λέξις]] φαίνεται οὖσα Αἰολικὴ ἀντὶ τοῦ [[ῥίζα]], Γρηγ. Κορ. σ. 576.) | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />sorte de blé ou de seigle <i>(appelé encore aujourd’hui vrisa)</i>.<br />'''Étymologie:''' mot thrace ou macéd. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A rye, Secale cereale, in Thrace and Macedonia, Gal.6.514. (Probably a Thracian word, cognate with Lith. rugiai 'rye', Engl. rye, etc.) II Aeol. for ῥίζα, A.D. Adv.157.20, Greg.Cor.p.576 S.
German (Pape)
[Seite 464] ἡ, eine dem Rocken ähnliche Getreideart in Thracien u. Macedonien (Wrisa), Galen.
Greek (Liddell-Scott)
βρίζα: ἡ, σιτηρόν τι ἐν Θράκῃ καὶ Μακεδονίᾳ ἔτι καὶ νῦν καλούμενον οὕτω, τοῦ αὐτοῦ εἴδους μὲ τὸ καλούμενον τίφη, Γαλην. (Ἡ λέξις φαίνεται οὖσα Αἰολικὴ ἀντὶ τοῦ ῥίζα, Γρηγ. Κορ. σ. 576.)
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
sorte de blé ou de seigle (appelé encore aujourd’hui vrisa).
Étymologie: mot thrace ou macéd.