δήμαρχος: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δήμαρχος''': ὁ, ὁ διοικῶν τὸν λαόν, [[ἑπομένως]], 1) ἐν Ἀθήναις, ὁ [[πρόεδρος]] ἑνὸς δήμου, [[ὅστις]] διηύθυνε τὰς ὑποθέσεις [[αὐτοῦ]], ἐφύλαττε τοὺς καταλόγους ἢ βιβλία καὶ ὑπεχρεοῦτο νὰ ἐκβιάζῃ τὴν εἴσπραξιν φόρων τινῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 37, Λυσίας παρ’ Ἁρπ., Δημ. 1208. 5, Νόμ. αὐτ. 1069· ἐν παλαιοτέροις καιροῖς ὁ ἀντιστοιχῶν πρὸς τὸν ἐν λόγῳ ἄρχοντα ἐκαλεῖτο [[ναύκραρος]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 359, B öckh Ath. Staatsh. 2. 281 κἑξ. 2) ἐν Ρώμῃ, ὁ tribunus plebis, Διον. Ἁλ. 6. 89, Πλούτ. Κορ. 7, κτλ.
|lstext='''δήμαρχος''': ὁ, ὁ διοικῶν τὸν λαόν, [[ἑπομένως]], 1) ἐν Ἀθήναις, ὁ [[πρόεδρος]] ἑνὸς δήμου, [[ὅστις]] διηύθυνε τὰς ὑποθέσεις [[αὐτοῦ]], ἐφύλαττε τοὺς καταλόγους ἢ βιβλία καὶ ὑπεχρεοῦτο νὰ ἐκβιάζῃ τὴν εἴσπραξιν φόρων τινῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 37, Λυσίας παρ’ Ἁρπ., Δημ. 1208. 5, Νόμ. αὐτ. 1069· ἐν παλαιοτέροις καιροῖς ὁ ἀντιστοιχῶν πρὸς τὸν ἐν λόγῳ ἄρχοντα ἐκαλεῖτο [[ναύκραρος]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 359, B öckh Ath. Staatsh. 2. 281 κἑξ. 2) ἐν Ρώμῃ, ὁ tribunus plebis, Διον. Ἁλ. 6. 89, Πλούτ. Κορ. 7, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>propr.</i> chef du peuple :<br /><b>1</b> <i>en Égypte</i> chef <i>ou</i> gouverneur d’un district;<br /><b>2</b> <i>à Athènes</i> chef <i>ou</i> président d’un dème;<br /><b>3</b> <i>à Rome</i> tribun du peuple.<br />'''Étymologie:''' [[δῆμος]], [[ἄρχω]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δήμαρχος Medium diacritics: δήμαρχος Low diacritics: δήμαρχος Capitals: ΔΗΜΑΡΧΟΣ
Transliteration A: dḗmarchos Transliteration B: dēmarchos Transliteration C: dimarchos Beta Code: dh/marxos

English (LSJ)

ὁ, at Athens,

   A chief official of a δῆμος, Ar. Nu.37, Lys.Fr.184S., D.50.6, Lexap.eund.43.58, Arist.Ath.21.5; also at Cos, Inscr.Cos 344,al.; at Chios, Schwyzer687C1.    b at Naples, one of the chief magistrates of the city, Str.5.4.7; at Eretria, IG12(9).189.24(iv B. C.).    2 at Rome, = Lat. tribunus plebis, Plb. 6.12.2, D.H.6.89, Plu.Cor.7, etc.

German (Pape)

[Seite 561] ὁ, Beherrscher eines δῆμος, z. B. in Aegypten, Vorsteher eines Distrikts, Her. 3, 6. Bes. 1) in Athen, der Vorsteher eines δῆμος, nach Klisthenes (vorher ναύκραροι), Dem. 43, 57; über seine Geschäfte vgl. Harpocrat. Er trieb auch die Schulden der einzelnen Bürger an den δῆμος ein, u. pfändete aus, Ar. Nubb. 37. – 2) in Rom, Volkstribun, Plut., z. B. Coriol. 6 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

δήμαρχος: ὁ, ὁ διοικῶν τὸν λαόν, ἑπομένως, 1) ἐν Ἀθήναις, ὁ πρόεδρος ἑνὸς δήμου, ὅστις διηύθυνε τὰς ὑποθέσεις αὐτοῦ, ἐφύλαττε τοὺς καταλόγους ἢ βιβλία καὶ ὑπεχρεοῦτο νὰ ἐκβιάζῃ τὴν εἴσπραξιν φόρων τινῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 37, Λυσίας παρ’ Ἁρπ., Δημ. 1208. 5, Νόμ. αὐτ. 1069· ἐν παλαιοτέροις καιροῖς ὁ ἀντιστοιχῶν πρὸς τὸν ἐν λόγῳ ἄρχοντα ἐκαλεῖτο ναύκραρος, Ἀριστ. Ἀποσπ. 359, B öckh Ath. Staatsh. 2. 281 κἑξ. 2) ἐν Ρώμῃ, ὁ tribunus plebis, Διον. Ἁλ. 6. 89, Πλούτ. Κορ. 7, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
propr. chef du peuple :
1 en Égypte chef ou gouverneur d’un district;
2 à Athènes chef ou président d’un dème;
3 à Rome tribun du peuple.
Étymologie: δῆμος, ἄρχω.