δαμαλίζω: Difference between revisions
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
(6_20) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δᾰμᾰλίζω''': ποιητ. ἐκτεταμένος [[τύπος]] [[ἰσοδύναμος]] τῷ [[δαμάζω]], [[καταβάλλω]], ὑποτάττω, εὐκτ. -ίζοι Πίνδ. Π. 5. 163. Μέσ., πώλους δαμαλιζομένα Εὐρ. Ἱππ. 231 (λυρ.). | |lstext='''δᾰμᾰλίζω''': ποιητ. ἐκτεταμένος [[τύπος]] [[ἰσοδύναμος]] τῷ [[δαμάζω]], [[καταβάλλω]], ὑποτάττω, εὐκτ. -ίζοι Πίνδ. Π. 5. 163. Μέσ., πώλους δαμαλιζομένα Εὐρ. Ἱππ. 231 (λυρ.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=dompter, soumettre.<br />'''Étymologie:''' [[δάμαλις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
poet.
A = δαμάζω, to subdue, Pi.P.5.121 codd.:—Med., πώλους δαμαλιζομένα E.Hipp.231 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 521] p. = δαμάζω, Pind. P. 5, 121.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰμᾰλίζω: ποιητ. ἐκτεταμένος τύπος ἰσοδύναμος τῷ δαμάζω, καταβάλλω, ὑποτάττω, εὐκτ. -ίζοι Πίνδ. Π. 5. 163. Μέσ., πώλους δαμαλιζομένα Εὐρ. Ἱππ. 231 (λυρ.).
French (Bailly abrégé)
dompter, soumettre.
Étymologie: δάμαλις.