δεχήμερος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δεχήμερος''': -ον, ἐπὶ [[δέκα]] ἡμέρας, διαρκῶν [[δέκα]] ἡμέρας, Ἐπ. Πλάτ. 349D· [[ἐκεχειρία]] δεχ. ἀνακωχὴ [[δέκα]] ἡμερῶν, Θουκ. 5. 26, πρβλ. Πολύβ. 20. 9, 5, πρβλ. Λίβ. 24. 27· σπονδαὶ δεχ. Θουκ. 6. 7, 10. ΙΙ. δεχήμερον, τό, [[διάστημα]] [[δέκα]] ἡμερῶν, [[Πολυδ]]. Α΄, 63.
|lstext='''δεχήμερος''': -ον, ἐπὶ [[δέκα]] ἡμέρας, διαρκῶν [[δέκα]] ἡμέρας, Ἐπ. Πλάτ. 349D· [[ἐκεχειρία]] δεχ. ἀνακωχὴ [[δέκα]] ἡμερῶν, Θουκ. 5. 26, πρβλ. Πολύβ. 20. 9, 5, πρβλ. Λίβ. 24. 27· σπονδαὶ δεχ. Θουκ. 6. 7, 10. ΙΙ. δεχήμερον, τό, [[διάστημα]] [[δέκα]] ἡμερῶν, [[Πολυδ]]. Α΄, 63.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui dure dix jours.<br />'''Étymologie:''' [[δέκα]], [[ἡμέρα]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεχήμερος Medium diacritics: δεχήμερος Low diacritics: δεχήμερος Capitals: ΔΕΧΗΜΕΡΟΣ
Transliteration A: dechḗmeros Transliteration B: dechēmeros Transliteration C: dechimeros Beta Code: dexh/meros

English (LSJ)

ον,

   A for ten days, lasting ten days, θυσία Pl.Ep.349d; ἐκεχειρία δ. truce terminable at ten days' notice (or, renewable every ten days), Th.5.26; ἀνοχαί Plb.20.9.5; σπονδαὶ Th.6.7,10; written δεκ- BGU812i11 (ii/iii A. D.).    II δεχήμερον, τό, a space of ten days, Poll.1.63.

German (Pape)

[Seite 554] zehntägig, Thuc. 5, 26; Plat. u. Folgde; τὸ δεχήμερον, Poll. 1. 63, Zeit von zehn Tagen.

Greek (Liddell-Scott)

δεχήμερος: -ον, ἐπὶ δέκα ἡμέρας, διαρκῶν δέκα ἡμέρας, Ἐπ. Πλάτ. 349D· ἐκεχειρία δεχ. ἀνακωχὴ δέκα ἡμερῶν, Θουκ. 5. 26, πρβλ. Πολύβ. 20. 9, 5, πρβλ. Λίβ. 24. 27· σπονδαὶ δεχ. Θουκ. 6. 7, 10. ΙΙ. δεχήμερον, τό, διάστημα δέκα ἡμερῶν, Πολυδ. Α΄, 63.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dure dix jours.
Étymologie: δέκα, ἡμέρα.