παράρθρησις: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παράρθρησις''': ἡ, ἐξάρθρωσις εἰς τὰ πλάγια, [[ὥσπερ]] οἱ τῶν ἰατρῶν δεσμοί, [[καίπερ]] εἰς τὰ κατὰ φύσιν ἄγοντες τὰς παραρθρήσεις Πλουτ. Κίμωνος κ. Λουκούλλ. Σύγκρισις 2.
|lstext='''παράρθρησις''': ἡ, ἐξάρθρωσις εἰς τὰ πλάγια, [[ὥσπερ]] οἱ τῶν ἰατρῶν δεσμοί, [[καίπερ]] εἰς τὰ κατὰ φύσιν ἄγοντες τὰς παραρθρήσεις Πλουτ. Κίμωνος κ. Λουκούλλ. Σύγκρισις 2.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />légère luxation.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἄρθρον]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράρθρησις Medium diacritics: παράρθρησις Low diacritics: παράρθρησις Capitals: ΠΑΡΑΡΘΡΗΣΙΣ
Transliteration A: parárthrēsis Transliteration B: pararthrēsis Transliteration C: pararthrisis Beta Code: para/rqrhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A dislocation, Plu.Comp.Cim.Luc.2 ; subluxation, Gal.6.870.

German (Pape)

[Seite 496] die Verrenkung, Plut. Compar. Cim. et Lucull. 2.

Greek (Liddell-Scott)

παράρθρησις: ἡ, ἐξάρθρωσις εἰς τὰ πλάγια, ὥσπερ οἱ τῶν ἰατρῶν δεσμοί, καίπερ εἰς τὰ κατὰ φύσιν ἄγοντες τὰς παραρθρήσεις Πλουτ. Κίμωνος κ. Λουκούλλ. Σύγκρισις 2.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
légère luxation.
Étymologie: παρά, ἄρθρον.