κατεξουσιάζω: Difference between revisions
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατεξουσιάζω''': ἐξασκῶ ἐξουσίαν [[ὑπεράνω]] τινός, τινὸς Εὐαγγ. κ. Ματθ. κ΄, 25, κ. Μάρκ. ι΄, 42· ἡ πάντων δεσπόζουσα καὶ κατεξουσιάζουσα [[φύσις]] Φωτ. Ἐπιστ. 216. 3· οὐσιαστ. ἐν Αἰγυπτιακῇ τινι ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4710, δὸς αὐτῷ κατεξουσίαν κατὰ τῶν ἐχθρῶν αὑτοῦ. | |lstext='''κατεξουσιάζω''': ἐξασκῶ ἐξουσίαν [[ὑπεράνω]] τινός, τινὸς Εὐαγγ. κ. Ματθ. κ΄, 25, κ. Μάρκ. ι΄, 42· ἡ πάντων δεσπόζουσα καὶ κατεξουσιάζουσα [[φύσις]] Φωτ. Ἐπιστ. 216. 3· οὐσιαστ. ἐν Αἰγυπτιακῇ τινι ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4710, δὸς αὐτῷ κατεξουσίαν κατὰ τῶν ἐχθρῶν αὑτοῦ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=exercer son autorité sur <i>ou</i> contre, gén..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐξουσιάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
A exercise authority over, τινος Ev.Matt.20.25, Ev.Marc.10.42; τῶν ὅλων Jul. Gal.100c.
German (Pape)
[Seite 1395] seine Macht (ἐξουσία) gegen Einen gebrauchen, τινός, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
κατεξουσιάζω: ἐξασκῶ ἐξουσίαν ὑπεράνω τινός, τινὸς Εὐαγγ. κ. Ματθ. κ΄, 25, κ. Μάρκ. ι΄, 42· ἡ πάντων δεσπόζουσα καὶ κατεξουσιάζουσα φύσις Φωτ. Ἐπιστ. 216. 3· οὐσιαστ. ἐν Αἰγυπτιακῇ τινι ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4710, δὸς αὐτῷ κατεξουσίαν κατὰ τῶν ἐχθρῶν αὑτοῦ.
French (Bailly abrégé)
exercer son autorité sur ou contre, gén..
Étymologie: κατά, ἐξουσιάζω.