διάχρυσος: Difference between revisions
From LSJ
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
(6_19) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διάχρῡσος''': -ον, συνυφασμένος χρυσῷ, [[χρυσοΰφαντος]], [[ἱμάτιον]] Δημ. 522. 2· ἐσθῆτες Πολύβ. 6. 53, 7· ὑποδήματα Πλούτ. 2. 142C. | |lstext='''διάχρῡσος''': -ον, συνυφασμένος χρυσῷ, [[χρυσοΰφαντος]], [[ἱμάτιον]] Δημ. 522. 2· ἐσθῆτες Πολύβ. 6. 53, 7· ὑποδήματα Πλούτ. 2. 142C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />brodé d’or.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[χρυσός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A interwoven with gold, ἱμάτιον Test. ap. D.21.22; ἐσθῆτες Plb.6.53.7; σκηναί D.S.14.109; ὑποδήματα Plu.2.142c.
Greek (Liddell-Scott)
διάχρῡσος: -ον, συνυφασμένος χρυσῷ, χρυσοΰφαντος, ἱμάτιον Δημ. 522. 2· ἐσθῆτες Πολύβ. 6. 53, 7· ὑποδήματα Πλούτ. 2. 142C.